Βάλαμε τις βάσεις ενός συνταγματικού εκσυγχρονισμού της χώρας, είπε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης μιλώντας στη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση
Με αυτοκριτική διάθεση εμφανίσθηκε στη βουλή, στη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας. Αναφερόμενος στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την αναθεώρηση των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας, είπε ότι «σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί ακόμη και να δυσαρέστησε το στενό κομματικό μας ακροατήριο, όπως για παράδειγμα στην πρότασή μας για το άρθρο 3, που προτείναμε έναν ήπιο εξορθολογισμό, και όχι τη ριζική διάρρηξη, των σχέσεων πολιτείας και εκκλησίας». Ο κ.Τσίπρας, ωστόσο, έσπευσε να δικαιολογήσει τη στάση του κόμματός του, λέγοντας ότι «αυτή, όπως και όλες οι προτάσεις μας, έγιναν με την επίγνωση ότι το Σύνταγμα αποδίδει πάντοτε έναν ορισμένο συσχετισμό κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων, τον οποίο δεν μπορούμε να υπερβούμε».
Είπε μεταξύ άλλων ο κ.Τσίπρας:
Τον Ιούλιο του 2016 πήραμε την πρωτοβουλία να ξεκινήσει η διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης προτάσσοντας μια δημόσια διαβούλευση και ένα διάλογο με τους πολίτες και τη κοινωνία των πολιτών, ώστε τα κόμματα όλα να γνωρίζουν τις προτάσεις και τις απόψεις τους πριν εκκινήσει η προβλεπόμενη διαδικασία της αναθεώρησης στη Βουλή.
Αφετηρία της πρωτοβουλίας μας ήταν μια θεμελιώδης παραδοχή. Η δική μας παραδοχή ότι το Σύνταγμα ανήκει στους πολίτες. Σε όλους τους πολίτες.
Συνεπώς λόγο για το Σύνταγμα δεν έχουν μόνον οι ειδικοί και οι τεχνοκράτες. Φυσικά θα έχουν και αυτοί αλλά όχι μόνο αυτοί.
Ούτε μόνον οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ.
Αλλά όλοι οι πολίτες, όλος ο λαός, οι πολλοί.
Οι αντιδράσεις στην πρωτοβουλία μας αυτή τότε, από τα κόμματα του παλιού πολιτικού συστήματος, πιστεύω ότι δεν είχαν να κάνουν μόνο με έναν θεσμικό καθωσπρεπισμό αλλά κυρίως υπέκρυπταν το φόβο, να χάσουν για πρώτη φορά τον έλεγχο του Συντάγματος, οι πολιτικές δυνάμεις που το μονοπώλησαν από την Μεταπολίτευση και μετά.
Οι ίδιες πολιτικές δυνάμεις δηλαδή, που έβαλαν το άρθρο 86 στο Σύνταγμα για να εξασφαλίζουν την ατιμωρησία τους.
Που έβαλαν το δικαίωμα επίταξης στο Σύνταγμα για να περιορίζουν το δικαίωμα της απεργίας.
Που θέλουν το λαό απαθή, να ψηφίζει μια φορά στα τέσσερα χρόνια και μετά να παρακολουθεί αμέτοχος ν’ αποφασίζουν άλλοι για λογαριασμό του.
Αφού λοιπόν προηγήθηκε μια μακρά και γόνιμη διαδικασία διαβούλευσης σε κάθε άκρη της Ελλάδας, καταθέσαμε την πρότασή μας το Νοέμβριο του 2018. Η πρόταση αναθεώρησης που καταθέσαμε αποτυπώνει ένα συνολικό σχέδιο για το Σύνταγμα και τους θεσμούς.
Ένα σχέδιο για μια Νέα Μεταπολίτευση, όπως το ονομάσαμε. Για μια Ελλάδα που αφήνει επιτέλους πίσω της τα βαρίδια του 20ου αιώνα και μπαίνει, έστω με καθυστέρηση, στο 21ο αιώνα.
Ένα σχέδιο που βάζει μπροστά το λαό και τους πολίτες. Το σχέδιό μας έχει τρεις πυλώνες:
-Εκδημοκρατισμός του πολιτεύματος.
-Διεύρυνση της λαϊκής συμμετοχής και των κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων.
-Αποκατάσταση της αξιοπιστίας της πολιτικής.
-Όταν καταθέσαμε την πρότασή μας, είχαμε απόλυτη επίγνωση ότι παίρνουμε ένα ρίσκο.
-Η κοινοβουλευτική μας ομάδα δεν είχε καν την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή.
Και φυσικά γνωρίζαμε πολύ καλά ότι θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να διασφαλίσουμε για τις προτάσεις μας την απαιτούμενη, αυξημένη πλειοψηφία 180 βουλευτών, είτε στην προτείνουσα είτε στην αναθεωρητική Βουλή.
Γνωρίζαμε όμως επίσης πολύ καλά πως η κοινωνία δεν μπορεί να περιμένει άλλο.
Ιδίως το αίτημα για εξυγίανση του πολιτικού συστήματος είναι πια παραπάνω από επιτακτικό.
Είναι επείγον.
Γι’ αυτό και δεν διστάσαμε.
Πήραμε την απόφαση να κινήσουμε τη διαδικασία της αναθεώρησης, χωρίς μικροπολιτικούς υπολογισμούς και χωρίς τακτικισμούς.
Με στάση υπευθυνότητας απέναντι στην κοινωνία και απέναντι στο πολιτικό σύστημα.
Το σχέδιό μας, προφανώς, δε θα υλοποιηθεί στη παρούσα αναθεώρηση.
Παρόλα αυτά, δε μετανιώνουμε που ανοίξαμε αυτή τη διαδικασία.
Που βάλαμε τις βάσεις της συζήτησης στην ελληνική κοινωνία για την ανάγκη μιας προοδευτικής αναθεώρησης του Συντάγματος και ενός συνταγματικού εκσυγχρονισμού της χώρας.
Άλλωστε πρωτίστως στην κοινωνία και στους πολίτες απευθυνθήκαμε.
Και καταθέσαμε ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό σχέδιο για το Σύνταγμα και τους θεσμούς, για το οποίο είμαστε περήφανοι.
Ένα σχέδιο που είμαστε βέβαιοι πως αν το θέταμε στη κρίση των πολιτών, στη μεγάλη τους πλειοψηφία θα το ενέκριναν.
Απέναντι στο σχέδιό μας, η αντιπρόταση της Νέας Δημοκρατίας ήταν μια αμήχανη και άτολμη συρραφή σκόρπιων διατάξεων.
Ένα μνημείο βερμπαλισμού, χωρίς άξονες και κεντρική ιδέα, χωρίς ειρμό και έρμα.
Εμείς δείξαμε και αποδείξαμε ότι έχουμε σχέδιο.
Η Νέα Δημοκρατία, αντιθέτως, απέδειξε ότι στα του Συντάγματος κινείται χωρίς πυξίδα και χωρίς σχέδιο.
Δεν χρειάζεται να πω εγώ κάτι γι’ αυτό.
Μια απλή σύγκριση της πρότασης της για την αναθεώρηση του Συντάγματος που είχε καταθέσει το 2014, με την πρότασή της του 2018, αρκεί.
Δύο εντελώς διαφορετικά κείμενα.
Και, τουλάχιστον, η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας του 2014, όσο κι αν διαφωνούμε μαζί της, είχε τουλάχιστον μια στοιχειώδη δομή και μια κεντρική λογική.
Η πρόταση του 2018 μοιάζει να είναι ένα ποτ-πουρί ποικίλων και ασύνδετων μεταξύ τους ρυθμίσεων, που φαίνεται πως ο μόνος λόγος που προτάθηκαν είναι για να συγκαλύψουν τον ένα και μοναδικό σκοπό στον οποίο η πρόταση αποβλέπει:
Την συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού στη Παιδεία και στο περιβάλλον, με διατάξεις που οδηγούν ευθέως στην εμπορευματοποίηση της παιδείας και την υποβάθμιση της προστασίας του περιβάλλοντος.
Περαιτέρω, αυτό που πετύχαμε με την δική μας πρόταση, είναι να αποδείξουμε πως είμαστε μια πολιτική δύναμη συνταγματικής και θεσμικής υπευθυνότητας.
Η πρότασή μας έχει βεβαίως αριστερό και προοδευτικό πρόσημο.
Όμως, οι επιμέρους παρεμβάσεις που τη συγκροτούν ενέχουν το στοιχείο της συναίνεσης και του συμβιβασμού.
Δεν προτείνουμε, όπως η Νέα Δημοκρατία, τη συνταγματοποίηση του πολιτικού μας προγράμματος.
Προτείνουμε ώριμα αιτήματα της ελληνικής κοινωνίας.
Και μάλιστα αιτήματα με πλειοψηφική δυναμική.
Ομολογώ ότι αυτό σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί ακόμη και να δυσαρέστησε το στενό κομματικό μας ακροατήριο.
Οι σχέσεις Κράτους- Εκκλησίας
Όπως για παράδειγμα στην πρότασή μας για το άρθρο 3, που προτείναμε έναν ήπιο εξορθολογισμό, και όχι τη ριζική διάρρηξη, των σχέσεων πολιτείας και εκκλησίας.
Όμως αυτή, όπως και όλες οι προτάσεις μας, έγιναν με την επίγνωση ότι το Σύνταγμα αποδίδει πάντοτε έναν ορισμένο συσχετισμό κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων, τον οποίο δεν μπορούμε να υπερβούμε.