Η οικονομία της Ευρωζώνης εμφανίζει σημάδια σταθεροποίησης, αν και οι προοπτικές για τον πληθωρισμό παραμένουν υποτονικές, τόνισε η νέα πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, υπογραμμίζοντας την ανάγκη υποστηρικτικής νομισματικής πολιτικής.
Η κ. Λαγκάρντ, στην πρώτη της συνέντευξη Τύπου ως πρόεδρος της ΕΚΤ, προειδοποίησε για τις προκλήσεις που απειλούν την οικονομία της Ζώνης του Ευρώ, όπως το αδύναμο διεθνές εμπόριο, αν και διέκρινε «κάποιες αρχικές ενδείξεις σταθεροποίησης των επιβραδυντικών τάσεων στην ανάπτυξη», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.
Οι αγορές χαιρέτισαν τις εκτιμήσεις για αργή μεν αλλά σταθερή ανάκαμψη, με το ευρώ να ενισχύεται σε υψηλά πέντε εβδομάδων έναντι του δολαρίου και άνοδο των τραπεζικών μετοχών στην Ευρώπη.
Με την οικονομία να απειλείται από προκλήσεις όπως το Brexit και τις εντάσεις στο παγκόσμιο εμπόριο, η «σιδηρά κυρία» της ΕΚΤ υπογράμμισε με αποφασιστικότητα ότι «η ΕΚΤ παραμένει σε ετοιμότητα να αναπροσαρμόσει όλα τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της».
Η κ. Λαγκάρντ εμφανίσθηκε συγκρατημένα αισιόδοξη για μική ανάκαμψη του πληθωρισμού τους προσεχείς μήνες. Με βάση τις προβλέψεις της ΕΚΤ, ο πληθωρισμός θα κυμανθεί στο 1,2% φέτος, για να υποχωρήσει στο 1,1% το 2020, ενώ το 2021 προβλέπεται να επιταχυνθεί στο 1,4% και στο 1,6% το 2022.
Η ανάπτυξη αναμένεται στο 1,2% φέτος έναντι πρόβλεψης 1,1% του Σεπτεμβρίου, ενώ για το 2020 η ΕΚΤ αναμένει ότι η οικονομία θα κατεβάσει ελαφρώς ταχύτητα με την ανάπτυξη στο 1,1%, έναντι πρόβλεψης για ανάπτυξης 1,2% του Σεπτεμβρίου. Για το 2021 η ΕΚΤ προβλέπει ανάπτυξη 1,4% και 1,6% για το 2022.
«Βασιζόμενοι στις τακτικές οικονομικές και νομισματικές αναλύσεις, αποφασίσαμε να διατηρήσουμε αμετάβλητα τα επιτόκια. Αναμένουμε να παραμείνουν στα υφιστάμενα ή και σε ακόμη χαμηλότερα επιπεδα μέχρις ότου ο πληθωρισμός συγκλίνει σε επίπεδα κοντά του στόχου 2%», ανέφερε η κ. Λαγκάρντ.
Αναφερόμενη στην επανέναρξη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, η επικεφαλής της ΕΚΤ ανέφερε ότι αρχίσαμε από 1ης Νοεμβρίου τις αγορές ενεργητικού, με ρυθμό 20 δισ. ευρώ το μήνα. «Αναμένουμε ότι το πρόγραμμα θα συνεχισθεί για όσον καιρό κρίνεται αναγκαίο και θα ολοκληρωθεί λίγο πριν αρχίσουμε να αυξάνουμε τα επιτόκια».
«Σκοπεύουμε παράλληλα να συνεχίσουμε τις επανεπενδύσεις των χρημάτων από τα χρεόγραφα που λήγουν και που έχουν αγορασθεί στο πλαίσιο του προγράμματος, ώστε να διατηρήσουμε ευνοϊκές συνθήκες ρευστότητας και ικανοποιητικό βαθμό νομισματικής στήριξης», πρόσθεσε.