Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ανακοίνωσε το Σάββατο ότι κατέληξε σε συμφωνία επί της αρχής με την Ουκρανία που προβλέπει τη χορήγηση δανείου ύψους 5,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της ουκρανικής οικονομίας.
Η δανειακή σύμβαση, τριετούς διάρκειας, μένει να εγκριθεί από το εκτελεστικό συμβούλιο και τα κράτη μέλη του διεθνούς χρηματοπιστωτικού θεσμού.
Η εφαρμογή της εξαρτάται εξάλλου από την «εφαρμογή του συνόλου των προαπαιτούμενων», μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η ενίσχυση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και η καταπολέμηση της διαφθοράς, τόνισε σε ανακοίνωση που δημοσιοποιήθηκε από τις υπηρεσίες της η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, λίγες ώρες έπειτα από τηλεφωνική συνδιάλεξή της με τον ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
«Ο πρόεδρος και εγώ συμφωνήσαμε ότι η οικονομική επιτυχία της Ουκρανίας εξαρτάται σε κρίσιμο βαθμό από την ενίσχυση του κράτους του δικαίου και της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας, καθώς και την μείωση του ρόλου των ειδικών συμφερόντων», εξήγησε.
«Είναι σημαντικό να προασπιστεί η πρόοδος που επιτεύχθηκε κατά την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος και να καλυφθούν τα υψηλά κόστη για τους φορολογούμενους από τις αναδιαρθρώσεις των τραπεζών», πρόσθεσε.
Η Γκεοργκίεβα εξέφρασε ικανοποίηση στη συνδιάλεξή της με τον πρόεδρο της Ουκρανίας, που εξελέγη τον Απρίλιο, για τις κατ’ αυτήν «εντυπωσιακές προόδους που σημείωσαν ο ίδιος και η κυβέρνησή του στην προώθηση μεταρρυθμίσεων και την προώθηση χρηστών οικονομικών πολιτικών».
Ο Ζελένσκι εξελέγη φέτος υποσχόμενος να καταπολεμήσει τη διαφθορά, ενώ η Δύση πιέζει το Κίεβο να μειώσει την επιρροή των ολιγαρχών.
Η χώρα βρέθηκε υπό το φως των προβολέων εξαιτίας των πιέσεων που άσκησε ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ στον ομόλογό του για να δώσει εντολή να διενεργηθεί έρευνα για τις δραστηριότητες της οικογένειας του Τζο Μπάιντεν, πρώην αντιπροέδρου των ΗΠΑ και πιθανού αντιπάλου του στις προεδρικές εκλογές του 2020.
Η νέα σύμβαση με το ΔΝΤ διαδέχεται μια προηγούμενη, ύψους 3,9 δισεκ. δολαρίων, που είχε συναφθεί το 2018 — από την οποία όμως εκταμιεύθηκε μόνο μία δόση, 1,4 δισεκ. δολαρίων.