Ο γαστρονομικός τουρισμός αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι του τουριστικού προϊόντος της Κρήτης, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που συγκεντρώνει το «Παρατηρητήριο» Τουρισμού που συντονίζει την δράση του, μέσω του Μεσογειακού Αγρονομικού Ινστιτούτου Χωνιών (ΜΑΙΧ).
Όπως δήλωσε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο διευθυντής του ΜΑΙΧ Γιώργος Μπαουράκης, «μέσω του Παρατηρητηρίου, προσπαθούμε, το ΜΑΙΧ και συνεργαζόμενοι φορείς, να αναδείξουμε με αιχμή του δόρατος το ελαιόλαδο, τις διατροφικές του άξιες, την παράδοση και την ποιότητα, τον γαστρονομικό τουρισμό».
Όπως εξηγεί, «οι ετήσιες μελέτες μας σε θέματα γαστρονομίας, καθώς και σε θέματα χρήσης ελαιολάδου αφορούν δυο βασικούς άξονες:
Τι επιρροή και επίδραση μπορεί να έχει ο γαστρονομικός τουρισμός, με κύριο χαρακτηριστικό το ελαιόλαδο και το δεύτερο είναι σε εναλλακτικές μορφές τουρισμού, τα αρχαία ελαιόδεντρα, πώς μπορούν να αξιοποιηθούν σαν μονοπάτια τουρισμού».
Στο «Παρατηρητήριο» συμμετέχουν με τις ομάδες τους επιστήμονες του Μεσογειακού Αγρονομικού Ινστιτούτου (ΜΑΙΧ), του Πολυτεχνείου και του Πανεπιστημίου Κρήτης, με την συνδρομή της Περιφέρειας και της Ένωσης Ξενοδόχων Χανίων.
Όπως λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο κ. Μπαουράκης, «συγκεντρώνουμε στοιχεία και αυτό που παρατηρείται είναι ότι υπάρχει αυξανόμενη τάση σε ετήσια βάση όσο αφορά την ανάπτυξη του γαστρονομικού τουρισμού αλλά και του εναλλακτικού τουρισμού που στηρίζεται στην ελιά και το λάδι».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας έρευνας του «Παρατηρητηρίου» που διενεργήθηκε σε δείγμα 4.000 ξένων επισκεπτών, που ταξίδεψαν μέσω του αεροδρομίου Χανίων, ο γαστρονομικός τουρισμός συνεισφέρει σημαντικά και στην οικονομία του πρωτογενή τομέα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επισκέπτες της δυτικής Κρήτης, προμηθεύονται κρητικό κρασί και ελαιόλαδο, ενώ υψηλά είναι τα ποσοστά προτίμησης, σε φυσικούς χυμούς, μέλι, τοπικά τυριά, λαχανικά, τσικουδιά, αρωματικά φυτά και ελαιοσάπουνο.
Σε ένα μεγάλο ποσοστό 75% οι ξένοι επισκέπτες δηλώνουν ότι γνωρίζουν την κρητική διατροφή.
Ο γαστρονομικός τουρισμός ενισχύεται και μέσα από σειρά δράσεων της Περιφέρειας, καθώς όπως αναφέρει και στην επίσημη ιστοσελίδα της, «αποτελεί το "κανάλι" μέσα από το οποίο θα διοχετεύσουμε τα τοπικά προϊόντα και θα προβάλουμε τον διατροφικό πολιτισμό και την γαστρονομία μας. Αποτελεί το "πάντρεμα" των ποιοτικών τοπικών προϊόντων με το τουριστικό προϊόν, στο οποίο στηρίζεται ένα τόσο μεγάλο κομμάτι της κρητικής οικονομίας και θα μας δώσει πραγματικές προοπτικές για την ανάπτυξη δράσεων, που θα εμπλουτίσουν το ήδη υπάρχον τουριστικό προϊόν, θα οδηγήσουν στην επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, και θα δημιουργήσουν ζήτηση για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσφέρονται μόνο στο νησί προσδίδοντας του ένα ισχυρό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα».