Με την τεχνολογία να εξελίσσεται με ταχύτατους ρυθμούς και τις επιχειρήσεις να ανταγωνίζονται σε παγκόσμιο επίπεδο, η καινοτομία αποτελεί βασικό συστατικό ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας και ανάπτυξης ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος των επιχειρήσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, ο κλάδος της βιομηχανίας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς – τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο – τα ⅔ των καινοτόμων επιχειρήσεων προέρχονται από τον κλάδο αυτό.
Η νέα μελέτη που συνέταξε η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας εστιάζει στην καινοτομική δραστηριότητα των ελληνικών μικρομεσαίων βιομηχανιών, με στόχο
(i) την ανάλυση του περιβάλλοντος στο οποίο καλούνται να καινοτομήσουν,
(ii) τις στρατηγικές που υιοθετούν και τα αποτελέσματα αυτών, καθώς και
(iii) τις προοπτικές για το μέλλον ως συνάρτηση του σχετικού θεσμικού πλαισίου.
Ξεκινώντας από την αξιολόγηση του περιβάλλοντος στο οποίο καλούνται οι ελληνικές ΜμΕ να αναπτύξουν την καινοτομική τους δραστηριότητα, διαπιστώνεται ότι η χώρα μας εμφανίζει σημαντική υστέρηση έναντι των λοιπών ευρωπαϊκών χωρών τόσο σε επίπεδο δαπανών Έρευνας & Ανάπτυξης (Ε&Α) όσο και σε θεσμικούς παράγοντες που προάγουν την καινοτομία. Ειδικότερα, σύμφωνα με το Δείκτη Καινοτομίας που κατασκεύασε η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 34η θέση μεταξύ 44 ευρωπαϊκών χωρών, υστερώντας σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου τόσο σε εισροές (δηλαδή, σε επίπεδο θεσμών, ανθρώπινου δυναμικού, υποδομών, χρηματοδότησης και ανάπτυξης αγοράς) όσο και σε εκροές (δηλαδή, καινοτομικά αποτελέσματα σε επίπεδο ακαδημαϊκό, επιχειρηματικό, οικονομικό αλλά και ψηφιακό).
Παρά το δυσμενέστερο εγχώριο περιβάλλον καινοτομίας, οι ελληνικές βιομηχανικές ΜμΕ καταφέρνουν να καινοτομούν (σε ποσοστό 43% του τομέα έναντι 50% στην ΕΕ), με τις καινοτόμες επιχειρήσεις να επιτυγχάνουν υψηλότερες αποδόσεις τόσο σε επίπεδο πωλήσεων όσο και κερδοφορίας.
Ειδικότερα, οι καινοτόμες επιχειρήσεις πέτυχαν αύξηση του κύκλου εργασιών τους την προηγούμενη 5ετία της τάξης του 11,2% – έναντι μόλις 0,2% για τις μη καινοτόμες – ενώ παράλληλα πέτυχαν υπερτριπλάσια βελτίωση του επιπέδου κερδοφορίας τους (+4,8 ποσοστιαίες μονάδες έναντι +1,5 για τις μη καινοτόμες). Η επίτευξη καλύτερων επιδόσεων για τις καινοτόμες βιομηχανικές ΜμΕ κατά την προηγούμενη περίοδο ενισχύει την αισιοδοξία των επιχειρήσεων για την μελλοντική τους πορεία, όπως αυτή αποτυπώνεται
(i) στις επιδόσεις του Δείκτη Εμπιστοσύνης (35 μονάδες για τις καινοτόμες έναντι 19 για τις μη καινοτόμες),
(ii) την αναπτυξιακή τους στρατηγική (η οποία χαρακτηρίζει τα 2/3 των καινοτόμων έναντι ½ των μη καινοτόμων) και
(iii) τις θετικότερες προοπτικές απασχόλησης (με το 36% να εκτιμά αύξηση στο μέλλον έναντι 25% για τις μη καινοτόμες).
Καθώς, πέρα από την ανάπτυξη καινοτομικής δραστηριότητας, ιδιαίτερη αξία έχει και η ποιοτική διάστασή της, προχωρήσαμε στη διάκριση των καινοτόμων επιχειρήσεων σε δύο επιμέρους κατηγορίες: Ηγέτες (επιχειρήσεις που παράγουν οι ίδιες καινοτομία) και Μιμητές (επιχειρήσεις που υιοθετούν καινοτομίες).
Ενώ σε επίπεδο Μιμητών η Ελλάδα βρίσκεται σχετικά κοντά στα ευρωπαϊκά δεδομένα (περίπου 40% του τομέα), το ποσοστό των Ηγετών στην Ελλάδα (5% του τομέα) παρουσιάζει σημαντική υστέρηση έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου (της τάξης του 28%).
Η κατηγορία των Ηγετών παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς η εστίαση της στρατηγικής τους στην ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων σε συνδυασμό με τις ενέργειες που ακολουθούν για την υλοποίηση της (ανάπτυξη δομών Ε&Α και συνεργασιών με την ακαδημαϊκή κοινότητα) τους προσδίδουν σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των Μιμητών τόσο σε όρους κερδοφορίας όσο και προσβασιμότητας στις διεθνείς αγορές.
Εστιάζοντας στα στρατηγικά πλάνα των βιομηχανικών επιχειρήσεων για το μέλλον, παρατηρούμε μια τάση ενίσχυσης της καινοτομικής τους δραστηριότητας, καθώς 1 στις 3 μη καινοτόμες ΜμΕ (αντιστοιχώντας στο 15% του συνόλου των ΜμΕ) έχει ήδη εκπονήσει σχέδια καινοτομίας για την επόμενη 5ετία. Σημειώνουμε ότι το ποσοστό αυτό είναι επαρκές ώστε η Ελλάδα να προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε ποσοστό καινοτόμων επιχειρήσεων (ανεξαρτήτως ποιότητας, δηλαδή Ηγετών ή Μιμητών).
Το όφελος για την ελληνική οικονομία από την υλοποίηση των εν λόγω σχεδιαζόμενων στρατηγικών, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, αγγίζει τα €0,7 δις ετησίως.
Ωστόσο, πέρα από την ενίσχυση του αριθμού των καινοτόμων επιχειρήσεων (που φαίνεται να είναι μια ήδη σε εξέλιξη διαδικασία), ζητούμενο παράλληλα είναι η ποιοτική αναβάθμιση της εγχώριας καινοτομίας, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μέσω της βελτίωσης του περιβάλλοντος στο οποίο οι επιχειρήσεις καλούνται να υλοποιήσουν την καινοτομική τους στρατηγική.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, εάν η υλοποίηση των σχεδιαζόμενων στρατηγικών των ΜμΕ συνοδευτεί από την αναβάθμιση του περιβάλλοντος καινοτομίας της χώρας μας στο επίπεδο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, το επιπλέον όφελος για την οικονομία σε ορίζοντα 5ετίας μπορεί να αγγίξει τα €3,3 δις ετησίως.
Επιπλέον, το όφελος αυτό μπορεί να αυξηθεί ως τα €4 δις, αν οι επιδόσεις της χώρας φθάσουν στο επίπεδο των 3 κορυφαίων ευρωπαϊκών χωρών. Ως προτεραιότητες πολιτικής για την επίτευξη της θεσμικής σύγκλισης αναγνωρίζονται (i) η ενίσχυση των οδών χρηματοδότησης μετοχικού κεφαλαίου (π.χ. VCs), (ii) η βελτίωση των υποδομών (κυρίως στον τομέα ICT) και (iii) η δημιουργία διασυνδέσεων επιχειρηματικής και ακαδημαϊκής κοινότητας.
Αξιοσημείωτο εύρημα της ανάλυσής μας αποτελεί η διαπίστωση σημαντικών συνεργειών μεταξύ των Ηγετών και των Μιμητών, με αποτέλεσμα η ενίσχυση του αριθμού Ηγετών να οδηγεί σε βελτίωση της παραγωγικότητας του συνόλου των καινοτόμων επιχειρήσεων.
Στο σημείο αυτό, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι η ύπαρξη ενός υγειούς καινοτομικού περιβάλλοντος θα λειτουργήσει ενισχυτικά στη δημιουργία ενός περιφερειακού hub καινοτομίας στην Ελλάδα, διευρύνοντας έτσι τις δυνατότητες προσέλκυσης επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας και ενισχύοντας περαιτέρω το θετικό αποτύπωμα της καινοτομίας στην οικονομία και τη θέση της ελληνικής επιχειρηματικότητας στην παγκόσμια αλυσίδα αξίας.