Δώδεκα δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως από το 2021! Είναι η μεγάλη τρύπα που μένει μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου και περιπλέκει έτι περαιτέρω τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους 27 για τον επόμενο μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Για την επίλυση αυτής της σπαζοκεφαλιάς για το επόμενο πολυετές οικονομικό πλαίσιο (CFP, 2021-2027), η Επιτροπή Γιούνκερ είχε βάλει στο τραπέζι πρόταση από τον Μάιο 2018, πριν δώσει την σκυτάλη στην νέα Κομισιόν της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Ο φάκελος βρίσκεται πλέον στα χέρια του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, ο οποίος έχει συγκαλέσει έκτακτη σύνοδο κορυφής σε μία προσπάθεια επίτευξης συμφωνίας μεταξύ των 27. Αυτή η σύνοδος κορυφής θα ξεκινήσει στις 20 Φεβρουαρίου και θα παίξει με τις παρατάσεις.
Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι ο «καθαρός εισφορέας» του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, δηλαδή χώρα που δίνει περισσότερα χρήματα από αυτά που εισπράττει. Σύμφωνα με τους λογαριασμούς της Κομισιόν, η απώλεια ανέρχεται σε 12 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως και θα ανέλθει σε 84 δισεκατομμύρια στην περίοδο των επτά επομένων ετών.
Το club του 1%
Η λύση που προτείνεται από τον πρώην ευρωπαίο επίτροπο Προϋπολογισμού Γκίντερ Ετινγκερ είναι, από την μία πλευρά, η αύξηση της συμβολής των χωρών μελών και, από την άλλη πλευρά, περικοπή των παραδοσιακών πολιτικών της ΕΕ (σύγκληση, αγροτική πολιτική) για την χρηματοδότηση ενός πιο «σύγχρονου» προϋπολογισμού με νέες προτεραιότητες (περιβάλλον, ασφάλεια, μετανάστευση, άμυνα).
Προ τον παρόν, η συζήτηση βαλτώνει παρά το πλήθος των επαφών του Σαρλ Μισέλ με τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
«Θα μπορούσαμε να ελπίσουμε ότι το Brexit θα ήταν ένα ηλεκτροσόκ. Αλλά πιστεύω ότι θα αναπαραχθεί ό,τι ίσχυε πριν », λέει ο Νικολά-Ζαν Μπρεόν, ειδικός για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό της Fondation Schuman.
Οι πρώτες συζητήσεις επικεντρώνονται στο εύρος της συμβολής των κρατών μελών στο πολυετές οικονομικό πλαίσιο.
Ενα club του 1% έχει σχηματισθεί, με επικεφαλής την Γερμανία, με την Αυστρία, την Ολλανδία και στις σκανδιναβικές χώρες, για τον περιορισμό του προϋπολογισμού στο 1% του Α(καθάριστου) Ε(θνικού) Ε(ισοδήματος) της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
«Είναι ένα προφανώς συμβολικό πλαφόν, είναι επίσης ένα πολιτικό πλαφόν που ζητήθηκε από την Γερμανία και τους Βρετανούς», τονίζει ο Νικολά-Ζαν Μπρεόν, υπενθυμίζοντας ότι αυτές οι δύο χώρες ήταν «οι πρώτες που ζήτησαν πιο αυστηρά όρια» στον προϋπολογισμό.
Με το Brexit, η Γερμανία χάνει έναν σύμμαχο στην διαπραγμάτευση αυτή, σημειώνει, Η Κομισιόν, που προτείνει ανώτατο όριο 1,114% (που μεταφράζεται σε έναν προϋπολογισμό 1.134 δισεκατομμυρίων ευρώ σε τιμές 2018 ή 1.279 δισεκατομμυρίων ευρώ σε τρέχουσες τιμές) έχει προειδοποιήσει κατά μίας μείωσης στο 1%.
Δεδομένης της βρετανικής αποχώρησης, ο προϋπολογισμός αντιπροσωπεύει σήμερα το 1,16% του Α(καθάριστου) Ε(θνικού) Ε(ισοδήματος) της ΕΕ. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προτείνει 1,3%.
Κατάργηση επιστροφών
Η Κομισιόν θέλει επίσης να εκμεταλλευθεί το Brexit για να καταργήσει τις «επιστροφές», οι οποίες εισήχθησαν το 1984 εις όφελος του Ηνωμένου Βασιλείου, όταν η Μάργκαρετ Θάτσερ έλεγε «Θέλω πίσω τα λεφτά μου!». Εφαρμόζονται σε πέντε χώρες μεταξύ των πλουσιότερων: Γερμανία, Δανία, Ολλανδία, Αυστρία, Σουηδία.
«Οι πλουσιότεροι συνεισφέρουν ποσά μικρότερα σε ποσοστό του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματός τους ανά κάτοικο», είναι η θέση της Κομισιόν, που προτείνει σταδιακή κατάργηση σε περίοδο πέντε ετών.
Δεκαοκτώ κράτη της ΕΕ θεωρούν επίσης ότι το Brexit είναι «μοναδική ευκαιρία για μεταρρύθμιση και εκσυγχρονισμό» των πόρων της ΕΕ.
«Κανένα κράτος μέλος δεν υποφέρει από τέτοιο δημοσιονομικό υπέρβαρο που να μπορεί να απαιτήσει επιστροφή», είναι η θέση αυτής της ομάδας χωρών στις οποίες περιλαμβάνονται οι Γαλλία Ισπανία, Ιταλία, Πολωνία, βαλτικές χώρες, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία.
«Οι επιστροφές δεν είχαν ποτέ ως στόχο να εξισορροπήσουν τις συμβολές, αλλά να τις τοποθετήσουν σε αποδεκτές ζώνες», λέει ο ειδικός αναλυτής της Fondation Schuman.