Πολλές οι εκκρεμότητες για την "επόμενη μέρα" μετά το Brexit αλλά λίγες από αυτές προκαλούν τόσο έντονες αντιπαραθέσεις και αυθόρμητες αντιδράσεις όσο η πολιτική αλιείας. Για ποιον λόγο άραγε;
Δίχτυα σχίζονται, ψαρόβαρκες εμβολίζονται, ύβρεις αλληλοεκτοξεύονται. Ακόμα και σήμερα Άγγλοι και Γάλλοι διεκδικούν με όλα τα μέσα το δικαίωμα να αλιεύουν όπου νομίζουν ότι επιτρέπεται. Το προπερασμένο καλοκαίρι οι ψαρόβαρκες από τις δύο πλευρές της Μάγχης έφτασαν στα όρια της σύρραξης για τα χτένια της Βόρειας Θάλασσας.
Γάλλοι ψαράδες κατηγορούσαν τους Άγγλους συναδέλφους τους ότι δεν σέβονται την απαγόρευση αλιείας, την οποία η γαλλική νομοθεσία ορίζει από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο.
Από την πλευρά τους οι Άγγλοι επέμεναν ότι ψαρεύουν σε διεθνή ύδατα, όπου η γαλλική απαγόρευση προφανώς δεν ισχύει. Κάποια στιγμή Άγγλοι και Γάλλοι ήρθαν πολύ κοντά, άρχισαν να φεύγουν πέτρες, κονσέρβες, βαρέλια και κροτίδες. Η γαλλική κυβέρνηση προειδοποίησε ότι την επόμενη φορά θα στείλει το πολεμικό ναυτικό.
Ο φόβος για θερμό επεισόδιο στη Βόρεια Θάλασσα έχει ανεβάσει τα θέματα αλιείας πολύ ψηλά στην ατζέντα των διαπραγματεύσεων για την επόμενη μέρα μετά την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ που υλοποιείται οριστικά στις 31 Ιανουαρίου.
Μέχρι τα τέλη του 2020 ισχύoυν μεταβατικές διατάξεις, ενώ οι δύο πλευρές καλούνται να διαπραγματευθούν μία συμφωνία για τις μελλοντικές τους σχέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο η ΕΕ επιδιώκει να κλείσει το κεφάλαιο της αλιείας μέχρι την 1η Ιουλίου, αλλά αυτό θεωρείται δύσκολο, καθώς οι θέσεις των δύο πλευρών απέχουν πολύ μεταξύ τους. Στόχος των Βρυξελλών είναι να παραμείνει, ει δυνατόν, το σημερινό ρυθμιστικό πλαίσιο.
Από την πλευρά τους οι Βρετανοί δηλώνουν ότι θα «αποκαταστήσουν τον έλεγχο στη ζώνη αλιείας που τους ανήκει», εννοώντας ότι θα επιμείνουν σε μία Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) 200 ναυτικών μιλίων, η οποία περιλαμβάνει τις περιοχές με τις μεγαλύτερες ποσότητες ψαριών στη Βόρεια Θάλασσα. Αλλά η έκφραση "αποκατάσταση του ελέγχου" δεν είναι ακριβής, καθώς η οριοθέτηση της ΑΟΖ είχε γίνει μετά την ένταξη της Βρετανίας στην τότε ΕΟΚ το 1973.
Δύσκολη η διαπραγμάτευση για την αλιεία
Η Κοινή Αλιευτική Πολιτική (KAΠ) ορίζει τα επιτρεπόμενα αλιεύματα με στόχο να διασφαλίσει ένα εύλογο επίπεδο διαβίωσης για τους ψαράδες, αλλά και να προστατεύσει την αναπαραγωγική ικανότητα των ιχθυοπληθυσμών.
Οι ποσότητες που επιτρέπεται να αλιεύει κάθε κράτος-μέλος επανακαθορίζονται κάθε χρόνο με βάση μία σειρά κριτηρίων. Περιοριστικές διατάξεις ισχύουν και για τον αλιευτικό εξοπλισμό, για παράδειγμα για το πάχος του νήματος στα δίχτυα.
Οι Βρετανοί δηλώνουν ότι θέλουν να αποδεσμευθούν από αυτούς τους περιορισμούς. Αν πράγματι συμβεί αυτό θα υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις, όχι μόνο για τους Γάλλους, αλλά και για τους αλιείς από την Ιρλανδία, τη Δανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Ισπανία και τη Γερμανία. Σήμερα το 60% των ιχθυοπληθυσμών στα βρετανικά χωρικά ύδατα αλιεύεται από άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ.
«Αν δεν έχουμε συμφωνία μέχρι τα τέλη του 2020, δεν θα μπορούμε να πηγαίνουμε σε βρετανικά χωρικά ύδατα», επισημαίνει ο Ούβε Ρίχτερ, επικεφαλής του Γερμανικού Συνδέσμου Αλιέων Ανοιχτής Θάλασσας. Σχεδόν ολόκληρη η ποσότητα ρέγγας (περίπου 40.000 τόνοι) που επεξεργάζονται οι Γερμανοί σε ειδικές μονάδες, στη Βόρεια Θάλασσα, προέρχεται από βρετανικά ύδατα.
Ενώ η αλιεία δεν υπερβαίνει το 0,12% του βρετανικού ΑΕΠ, είχε μία ιδιαίτερη και εξόχως συμβολική σημασία στην πολιτική αντιπαράθεση για το Brexit. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα, καθώς βρετανικά ΜΜΕ προειδοποιούν ότι επίκειται νέος "πόλεμος του μπακαλιάρου" στη Βόρεια Θάλασσα.
Ο όρος είναι ιστορικά φορτισμένος, καθώς οι πρώτοι "πόλεμοι του μπακαλιάρου" χρονολογούνται από τη δεκαετία του '50, όταν η Ισλανδία επέκτεινε μονομερώς τα χωρικά της ύδατα, εκτοπίζοντας τις βρετανικές μηχανότρατες και εισπράττοντας απειλές για ένοπλη σύρραξη.
Από την άλλη πλευρά είναι προς το συμφέρον της Βρετανίας να επιδιώξει μία συμβιβαστική λύση με την ΕΕ για έναν απλό λόγο: το 70% των βρετανικών εξαγωγών αλιευμάτων εξάγεται στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά.
Όπως λέει ο Ούβε Ρίχτερ, οι Γερμανοί αλιείς απαιτούν «να ενταχθεί η ρύθμιση για την αλιεία στη μελλοντική συμφωνία για τις εμπορικές σχέσεις και να ξεκαθαριστεί ότι η Βρετανία δεν θα έχει πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά, παρά μόνο αν οι μηχανότρατες από την Ευρώπη εξακολουθούν να έχουν πρόσβαση σε βρετανικά χωρικά ύδατα".
Η Σκωτία έχει δική της ατζέντα
Διαφορετική άποψη εκφράζει η Έλσπεθ Μακντόναλντ, πρόεδρος της Scottish Fishermen Federation. Θεωρεί ότι οι εμπορικές διαπραγματεύσεις πρέπει να διαχωριστούν από τις συνομιλίες για πρόσβαση στα βρετανικά χωρικά ύδατα και ελπίζει σε έναν νέο διακανονισμό μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών, ο οποίος θα επιτρέψει στους ψαράδες από τη Σκωτία να διπλασιάσουν τις δικές τους ποσοστώσεις.
Τι λένε για όλα αυτά οι άμεσα ενδιαφέρομενοι; Στο Πίτερχεντ της Σκωτίας, ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια για τις μηχανότρατες του μπακαλιάρου, οι απόψεις διίστανται.
«Η Κοινή Αλιευτική Πολιτική ήταν μία καταστροφή για τους Σκωτσέζους ψαράδες», λέει ο Ντέιβιντ Καρένο, που ψαρεύει από τα 16 του χρόνια στη Βόρεια Θάλασσα. Λέει επίσης ότι, κάθε τόσο, οι Ευρωπαίοι μειώνουν τις επιτρεπόμενες ποσοστώσεις και γι αυτό "δεν βλέπει τη μέρα" να φύγει η Βρετανία από την ΕΕ.
Ο Άντριου Τσαρλς, διευθυντής σε μονάδα επεξεργασίας και τυποποίησης ψαριών, έχει άλλη γνώμη και υποστηρίζει ότι "η αλιευτική βιομηχανία δεν ήταν ποτέ τόσο επιτυχημένη και επικερδής όσο είναι σήμερα". Κατά κάποιον τρόπο και οι δύο έχουν δίκιο.
Μπορεί οι ποσότητες των επιτρεπόμενων αλιευμάτων για τους Βρετανούς συνεχώς να μειώνονται, αλλά η αξία τους συνεχώς αυξάνεται. Ωστόσο, ο Άντριου Τσαρλς ανησυχεί και για κάτι άλλο:
«Αν οι Βρετανοί ψαράδες καταργήσουν όλους τους περιορισμούς μετά την αποχώρηση της Βρετανίας, το αποτέλεσμα θα ήταν η μόνιμη καταστροφή των ιχθυοπληθυσμών…».
Πηγή: Deutsche Welle