Η Airbus γυρίζει σελίδα, αλλά με υψηλό τίμημα: η ευρωπαϊκή αεροναυπηγική εταιρεία δέχθηκε να πληρώσει συνολικό πρόστιμο 3,6 δισεκατομμυρίων ευρώ στη Γαλλία, τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες για να κλείσουν οι έρευνες για διαφθορά που διεξάγονται σε βάρος της.
Οι δικαστές των τριών χωρών επρόκειτο να επικυρώσουν την «κατ' αρχήν συμφωνία» που συνήφθη την Τρίτη από την Airbus με τη γαλλική οικονομική εισαγγελία, το βρετανικό Γραφείο Σοβαρών Απατών (SFO) και τις ΗΠΑ, που ερευνούσαν από κοινού «παρατυπίες» οι οποίες αφορούν κυρίως τους εμπορικούς πράκτορες που μεσολαβούν στα συμβόλαια πώλησης αεροπλάνων.
Αυτό έγινε ήδη στη Γαλλία, όπου ο ο πρόεδρος του αρμόδιου δικαστηρίου στο Παρίσι ανακοίνωσε σήμερα πως η Airbus θα καταβάλει στη χώρα πρόστιμο ύψους 2,1 δισεκατομμυρίων ευρώ, 984 εκατομμύρια ευρώ στη Βρετανία και 526 εκατομμύρια ευρώ στις ΗΠΑ.
Οι ακροαματικές συνεδριάσεις των δικαστηρίων του Λονδίνου και της Ουάσινγκτον για τη συμφωνία «αναστολής των διώξεων» πρόκειται να διεξαχθούν στις 17:00 (ώρα Ελλάδας).
Η ποινή, η οποία δεν σημαίνει παραδοχή ενοχής, θα εξαφανίσει συνεπώς ένα μεγάλο μέρος των κερδών της Airbus, η οποία είχε αποκομίσει καθαρά κέρδη 3,1 δισεκατομμυρίων ευρώ το 2018 και θα παρουσιάσει τα ετήσια οικονομικά αποτελέσματά της στις 13 Φεβρουαρίου.
Η εταιρεία έχει προβλέψει για τον σκοπό αυτό κονδύλι 3,6 δισεκατομμυρίων στους λογαριασμούς της για το 2019.
Από το 2016, η υπόθεση αυτή απειλούσε σοβαρά την ευρωπαϊκή αεροναυπηγική εταιρεία, μεταξύ άλλων και με απαγόρευση της πρόσβασής της σε δημόσιους διαγωνισμούς. Επέσπευσε την αλλαγή της ηγετικής ομάδας της και αναστάτωσε την εσωτερική λειτουργία του ομίλου, ο οποίος έχει 134.000 μισθωτούς.
Η συμφωνία αυτή με τη δικαιοσύνη επιτρέπει στον όμιλο να αφήσει πίσω του αυτή την υπόθεση, ενώ η ανταγωνίστριά του Boeing παραμένει βυθισμένη στην κρίση του 737 MAX που της έχει στοιχίσει μέχρι τώρα 18,4 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η υπόθεση Airbus δημιουργήθηκε από την αυτοκαταγγελία παρατυπιών τον Απρίλιο 2016 από τον τότε επικεφαλής της εταιρείας, τον Τομ Έντερς, στο βρετανικό Γραφείο Σοβαρών Απατών. Ο όμιλος ήθελε να προστατευθεί έτσι από ενδεχόμενες διώξεις, κυρίως αμερικανικές, συνεργαζόμενος με τις δικαστικές αρχές. Στη διάρκεια της έρευνας, η αεροναυπηγική εταιρεία παρέδωσε στους ερευνητές 30 εκατομμύρια έγγραφα.