Από τη Huawei έως τη Νότια Σινική Θάλασσα, οι βαθιές πολιτικές διαφορές μεταξύ του Πεκίνου και της Ουάσινγκτον αναμένεται να διατηρηθούν, παρά τη σημαντική εξέλιξη στις εμπορικές τους σχέσεις, καθώς οι ΗΠΑ προσπαθούν να αποκρούσουν μια ολοένα ισχυρότερη και πιο αποφασιστική Κίνα.
Οι σχέσεις μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου έχουν επιδεινωθεί σημαντικά από τότε που ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε τιμωρητικούς δασμούς το 2018, πυροδοτώντας έναν εμπορικό πόλεμο.
«Η γενικότερη, επιδεινούμενη εικόνα δεν θα βελτιωθεί ιδιαίτερα από αυτή τη συμφωνία», δήλωσε ο Μπέιτς Γκιλ, ειδικός σε θέματα κινεζικής πολιτικής της ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Μακουάρι στο Σίδνεϊ, αναφορικά με την αρχική εμπορική συμφωνία που υπογράφηκε χθες.
Το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει τη στρατιωτικοποίηση της Νότιας Σινικής Θάλασσας από την Κίνα, την κλιμάκωση της έντασης για την Ταϊβάν –που το Πεκίνο υποστηρίζει ότι του ανήκει–, την αμερικανική κριτική για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Χονγκ Κονγκ και τη Σιντζιάνγκ καθώς και τις αντιδράσεις κατά της εταιρίας παροχής τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού Huawei.
Ενώ η αρχική συμφωνία αποκλιμακώνει τη διαμάχη 18 μηνών που έχει πλήξει την παγκόσμια ανάπτυξη, ειδικοί λένε ότι είναι απίθανο να καθησυχάσει τις ευρύτερες προστριβές που έχουν τη ρίζα τους στους αμερικανικούς φόβους για μια οικονομικά και τεχνολογικά ισχυρή Κίνα με έναν στρατό που εκσυγχρονίζεται.
«Μπορούμε να δούμε τη Φάση 1 ως μια έκτακτη λύση για να χαμηλώσουμε τη θερμοκρασία, αλλά δεν έχει αντιμετωπίσει τα θεμελιώδη προβλήματα», δήλωσε ο Ουάνγκ Χενγκ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νέας Νότιας Ουαλίας στο Σίδνεϊ, ο οποίος μελετά τις οικονομικές σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας.
Μια νέα περίοδος εχθρότητας
Η Ουάσινγκτον ανησυχεί ολοένα και πιο πολύ για τις επιπτώσεις της κινεζικής τεχνολογίας στον τομέα της ασφάλειας και έχει αυστηροποιήσει τους κανόνες της για να έχει καλύτερο έλεγχο σε ό,τι αφορά την απόκτηση βασικής τεχνολογίας από την Κίνα, προκαλώντας αλλαγές στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα.
«Η κινεζική ηγεσία δεν είναι αδαής», δήλωσε ο Γκιλ. «Ήδη κάνουν κινήσεις για να είναι περισσότερο αυτόνομοι και σκέπτονται το μέλλον…σε ένα περιβάλλον εχθρότητας».
Η κυβέρνηση του Τραμπ έθεσε τον Μάιο τον κινεζικό κολοσσό τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού Huawei Technologies σε μια ‘μαύρη λίστα’ για το εμπόριο, επικαλούμενη ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια,και απαγορεύοντας στην εταιρία να προμηθεύεται εξαρτήματα από αμερικανικές εταιρίες χωρίς την έγκριση της αμερικανικής κυβέρνησης.
Οι δύο χώρες έχουν επίσης διαφορές για την Ταϊβάν, η οποία χαρακτηρίζει τις ΗΠΑ τον μεγαλύτερο προμηθευτή της σε όπλα, αλλά και την οποία η Κίνα θεωρεί ότι είναι μια από τις επαρχίες της.
Η πρόεδρος της Ταϊβάν Τσάι Ινγκ-γουέν επανεξελέγη το Σάββατο, υποσχόμενη να μην υποκύψει στις κινεζικές πιέσεις ή έλεγχο. Η καμπάνια της Τσάι βρήκε στήριξη στους επτά μήνες αντικυβερνητικών διαδηλώσεων στο Χονγκ Κονγκ, με το Πεκίνο να κατηγορεί την Ουάσινγκτον ότι τις υποδαυλίζει, οι οποίες αποδυναμώνουν τα επιχειρήματα της Κίνας για να ισχύσει στην Ταϊβάν το μοντέλο «μια χώρα, δύο συστήματα» που εφαρμόζεται στο Χονγκ Κονγκ.
Ο υπουργός της αμερικανικής κυβέρνησης αρμόδιος για τον στρατό ξηράς, ο Ράιαν ΜακΚάρθι, δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι η Κίνα «θα αναδυθεί ως η στρατηγική απειλή της Αμερικής» και ότι οι ΗΠΑ σχεδιάζουν να αναπτύξουν δύο ειδικές ομάδες δράσης στον Ειρηνικό τα επόμενα δύο χρόνια που θα είναι σε θέση να εκτελούν επιχειρήσεις –σε επίπεδο πληροφοριών, στον κυβερνοχώρο, ηλεκτρονικές καθώς και πυραυλικές — εναντίον του Πεκίνου.
Ο υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν δήλωσε χθες στο CNBC ότι οι ΗΠΑ ανησυχούν και για άλλα θέματα που αφορούν την Κίνα, αλλά αυτά θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ξεχωριστά. «Πρέπει να διαπραγματεύεσαι διαφορετικά πράγματα κάθε φορά».