Τη φοροαπαλλαγή του 25% επί του ακαθάριστου ετήσιου εισοδήματός τους, ζητούν δικαστές με ομαδικές αγωγές τους που θα συζητηθούν από το Μισθοδικείο.
Τρία χρόνια μετά την κατάργησή της, δικαστές της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, ζητούν, με δύο ομαδικές αγωγές τους, την επαναφορά της, υποστηρίζοντας η σχετική νομοθετική διάταξη που έβαζε «μαχαίρι» στην φοροαπαλλαγή αφορά μόνο τους βουλευτές και όχι τους δικαστικούς λειτουργούς.
Για την ιστορία πάντως, δεν είναι η πρώτη φορά που θα απασχολήσει το επίμαχο θέμα το Μισθοδικείο. Και αυτό γιατί, το 2013, μετά από αγωγές δικαστικών Ενώσεων, δικαστών, εισαγγελέων και μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, είχε κρίνει με την υπ΄ αριθμ. 89/2013 απόφασή του ότι την φοροαπαλλαγή των βουλευτών την δικαιούνται και οι δικαστικοί.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την απόφαση εκείνη του Μισθοδικείου, το Σύνταγμα καθιερώνει ευθέως την αρχή της διακρίσεως των τριών λειτουργιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής), τις οποίες θεωρεί ισοδύναμες και ισότιμες και επαναλαμβάνει παλαιότερες αποφάσεις του, σύμφωνα με τις οποίες οι αποδοχές των τριών αυτών εξουσιών πρέπει να είναι στο ίδιο ύψος και να έχουν την ίδια φορολογική μεταχείριση, ανεξάρτητα εάν αυτή είναι ιδιαίτερη.
Η φοροαπαλλαγή αυτή μάλιστα είχε αποδοθεί στην κάλυψη των δαπανών παραστάσεως, κίνησης και επικοινωνιών των βουλευτών.
Το 2017, με το άρθρο 71 του νόμου 4472 καταργήθηκε η επίμαχη φοροαπαλλαγή του 25% επί των συνολικών ακαθάριστων αποδοχών των βουλευτών. Μετά την κατάργηση αυτή, όλα τα εισοδήματα που αποκτήθηκαν από την 11 Ιανουαρίου 2017 και μετά από βουλευτές και δικαστές υπόκεινται στην ίδια φορολόγηση όπως και των υπόλοιπων πολιτών.