Χαμηλά εννεαμήνου για την τουρκική λίρα έναντι του δολαρίου

Η τουρκική λίρα αποδυναμώνεται έτι περαιτέρω κατά 0,8% έναντι του δολαρίου τη Δευτέρα, με τους φόβους από την τουρκική εμπλοκή στη Συρία, αλλά και από την εξάπλωση του κοροναϊού να "διώχνουν" τους επενδυτές, κατευθύνοντάς τους σε ασφαλή επενδυτική "καταφύγια".

Η λίρα κινείται στις 6,1535 λίρες έναντι του δολαρίου, αδυνατισμένη σε σχέση με την ισοτιμία των 6,1045 λιρών της Παρασκευής, στα χαμηλότερα επίπεδά της από τον περασμένο Μάιο.

Το τουρκικό νόμισμα έχει αδυνατίσει κατά τουλάχιστον 3% το 2020, επιπλέον των απωλειών της τάξης του 36% τα τελευταία δύο χρόνια, μετά την νομισματική κρίση του 2018.

«Βλέπουμε την τάση διαφυγής κεφαλαίων λόγω κινδύνου να αντανακλάται στη λίρα», ανέφερε trader τράπεζας στο πρακτορείο Reuters, υποδεικνύοντας τα κέρδη του δολαρίου, των κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ, αλλά και του χρυσού, λόγω του στάτους τους ως επενδυτικών καταφυγίων όσο αυξάνεται η ανησυχία για τον κοροναϊό.

Στο πεδίο του τελευταίου, η μεγάλη αύξηση των κρουσμάτων στην Ιταλία εκτίναξε τους φόβους για πλατιά διασπορά του στην Ευρώπη και πρόκληση σημαντικής δυσπραγίας στην οικονομική δραστηριότητα στην ήπειρο.

Η Τουρκία έκλεισε εξάλλου τα σύνορά της με το Ιράν και σταμάτησε να δέχεται πτήσεις από την Ισλαμική Δημοκρατία ως μέσο πρόληψης της διασποράς του ιού. Στο Ιράν έχουν χάσει τη ζωή τους τουλάχιστον 12 άνθρωποι, ενώ έχουν εμφανιστεί 61 κρούσματα.

Η Άγκυρα έχει αναπτύξει εξάλλου εκατοντάδες στρατιώτες της, έτοιμους για πολεμικές επιχειρήσεις, στη συριακή επαρχία του Ιντλίμπ, ενώ ανακοίνωσε το Σάββατο τον 16ο θάνατο στρατιώτη της στο έδαφος της Συρίας.

Ο πρόεδρός της, Ταγίπ Ερντογάν, αναμένεται να συναντήσει στις 5 Μαρτίου τους ομολόγους του της Ρωσίας και της Γαλλίας, Βλάντιμιρ Πούτιν και Εμανουέλ Μακρόν, καθώς και την καγκελάριο της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ, προκειμένου να συζητήσουν την κατάσταση στο Ιντλίμπ.

Ανησυχία προκαλεί τέλος στους επενδυτές η προσπάθεια των τουρκικών τραπεζών να στηρίξουν τη λίρα, πωλώντας συναλλαγματικά αποθέματα, γεγονός που οδήγησε μείωση των τελευταίων, μόνο το 2019, κατά 30 δισ. δολ.