Η παγκόσμια αναστάτωση από την πανδημία του κορονοϊού προκαλεί εκ νέου πίεση στην ήδη επιβαρυμένη τουρκική οικονομία, «η οποία εδώ και καιρό παλινδρομεί αγωνιώντας να ισορροπήσει μεταξύ εγχώριων και περιφερειακών εντάσεων».
Αυτό τονίζει ο διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος ΜΒΑ, μέλος του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου UCLan Cyprus, Παναγιώτης Κοντάκος, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας στα μέσα Μαρτίου, μεσούσης της πανδημίας Covid-19.
«Για να χρησιμοποιήσω μια φράση στο πρακτορείο Reuters την περασμένη εβδομάδα της Selva Demiralp, διευθύντριας στο Koc University- TUSIAD Economic Research Forum: "δυστυχώς, η Τουρκία χρησιμοποίησε όλα τα πυρομαχικά της το περασμένο έτος για να τονώσει την ανάπτυξη και δεν διακράτησε για τις βροχερές μέρες», σημειώνει ο κ. Κοντάκος.
Εξηγεί, δε, ότι η Τουρκία είναι έτοιμη να ρισκάρει τα εναπομείναντα αποθεματικά της Κεντρικής Τράπεζας και τα δημόσια οικονομικά της για να υπερασπιστεί την οικονομία και τον τομέα του τουρισμού από την παγκόσμια πανδημία με τον κορονοϊό.
«Στόχος είναι η αποφυγή -πάση θυσία- εκδήλωσης ενός δεύτερου σοκ σε λιγότερο από δύο χρόνια, που θα μπορούσε να εκτροχιάσει πλήρως την οικονομία», αναφέρει ο διευθυντής του μεταπτυχιακού ΜΒΑ του Πανεπιστημίου UCLan Cyprus, εξηγώντας πως σήμερα εκφράζονται στη γείτονα ανησυχίες για την εξάπλωση της ασθένειας εν μέσω ενός πληθυσμού που υπερβαίνει τα 80 εκατομμύρια.
Οι επιπτώσεις στην τουρκική λίρα
Πολυάριθμοι, σύμφωνα με τον κ. Κοντάκο, είναι οι παράγοντες που την τρέχουσα περίοδο επιδρούν στην έντονη διακύμανση που παρατηρείται στη συναλλαγματική ισοτιμία της λίρας.
«Πέραν των προφανών συνεπειών του κορονoϊού, σημαντική επίπτωση έχουν η πρόσφατη τάση ενίσχυσης διεθνώς του δολαρίου, οι κερδοσκοπικές πιέσεις που ασκούνται, καθώς και οι προσπάθειες ελέγχου της λίρας από την κυβέρνηση», εξηγεί και προσθέτει ότι τα χρήματα που η Κεντρική Τράπεζα έχει ξοδέψει με παρεμβάσεις μέσω κρατικών τραπεζών για τη στήριξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας «εκτιμώνται σε 32 δισ. δολάρια, ποσό που δεν έχει επισήμως αμφισβητηθεί μέχρι στιγμής».
«Ενδεικτικά, η ισοτιμία του δολαρίου, που μετρά τον παλμό της τουρκικής οικονομίας, ανήλθε περίπου σε 6,3 τουρκικές λίρες στις 13 Μαρτίου, έχοντας διασπάσει και πάλι το ψυχολογικό όριο των 6 λιρών, με την υποτίμηση να συνεχίζεται εκ νέου από την αρχή του έτους κατά 6,3%. Όταν ασκείται πίεση στην τουρκική λίρα, αυτό αμέσως επιβαρύνει την πιστοληπτική ικανότητα του ιδιωτικού τομέα και τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις της χώρας», επισημαίνει ο κ. Κοντάκος και εξηγεί πως τα συγκεκριμένα στοιχεία «δεν είναι καλά νέα για τη χώρα, αλλά ούτε και για τους Ευρωπαίους που έχουν σημαντική επενδυτική έκθεση στην Τουρκία».
«Η κυβέρνηση Ερντογάν αναμένεται να γίνει αποδέκτης έντονης πίεσης στο εσωτερικό το επόμενο διάστημα. Ο πρώην σύμμαχος και υπουργός οικονομικών Αλί Μπαμπατζάν εγκαινίασε την περασμένη εβδομάδα αντίπαλο κόμμα, επικρίνοντας τον πρόεδρο της Τουρκίας για "λανθασμένη" οικονομική διαχείριση, ενώ η εξέλιξη της διαχείρισης των προσφύγων και μεταναστών στη χώρα, για τη συσσώρευση των οποίων έχει κατηγορηθεί στο παρελθόν η κυβέρνηση, σε συνδυασμό με την πανδημία, περιπλέκει τις κοινωνικές διαστάσεις της κρίσης», καταλήγει ο διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος ΜΒΑ του Πανεπιστημίου UCLan Cyprus.
Για τον τουριστικό τομέα της Τουρκίας, που αντιπροσωπεύει περίπου το 13% του ΑΕΠ της χώρας, όπως λέει, κατατάσσοντάς την στον 6ο μεγαλύτερο τουριστικό προορισμό, σημειώνει ότι «είχε αποτελέσει σανίδα σωτηρίας για τη χώρα την περασμένη χρονιά, αλλά αναμένεται να δεχθεί πλήγμα από την πανδημία του κορονοϊού».