Λονδίνο και Βρυξέλλες επαναλαμβάνουν σήμερα χωρίς μεγάλο ενθουσιασμό τις διαπραγματεύσεις για την σχέση ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Brexit έπειτα από δύο άκαρπους γύρους συνομιλιών εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού.
Οι συνομιλίες θα διαρκέσουν μία εβδομάδα και θα ξεκινήσουν μετά το μεσημέρι με μία συζήτηση εν ολομελεία μέσω τηλεδιάσκεψης, παρουσία του επικεφαλής διαπραγματευτή της Ενωσης Μισέλ Μπαρνιέ και του βρετανού ομολόγου του Ντέιβιντ Φροστ.
Ο τελευταίος γύρος συνομιλιών στο τέλος του Απριλίου έληξε με μία διαπίστωση αποτυχίας, αφήνοντας να πλανάται η αβεβαιότητα για την ικανότητα Λονδίνου και Βρυξελλών να συμφωνήσουν μέχρι το τέλος του έτους, όπως προβλέπεται.
«Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θέλησε να δεσμευθεί σοβαρά επί σειράς θεμελιωδών θεμάτων», είχε δηλώσει μετά την ολοκλήρωση εκείνου του γύρου ο Μισέλ Μπαρνιέ.
Αυτήν την διαπίστωση επανέλαβε την περασμένη εβδομάδα ο ευρωπαίος επίτροπος αρμόδιος για το Εμπόριο Φιλ Χόγκαν με δηλώσεις του στο ιρλανδικό Τύπο. «Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι οι φίλοι μας οι Βρετανοί προσεγγίζουν τις διαπραγματεύσεις με ένα σχέδιο που έχει ως στόχο την ευόδωσή τους».
Οι Βρετανοί, οι οποίοι αποχώρησαν επισήμως από την Ευρωπαϊκή Ενωση στις 31 Ιανουαρίου, βρίσκονται σε μεταβατική περίοδο μέχρι το τέλος του έτους. Κατά την διάρκεια αυτής, συνεχίζουν να εφαρμόζουν τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Οι δύο διαπραγματευτικές ομάδες καλούνται θεωρητικά να αποφασίσουν μέχρι τον Ιούνιο εάν αυτή η μεταβατική περίοδος θα παραταθεί, ώστε να δοθεί περισσότερος χρόνος για συνομιλίες, ή όχι.
Ωστόσο, το Λονδίνο απορρίπτει κατηγορηματικά την ιδέα της παράτασης, την στιγμή που η επιδημίας Covid-19 έχει σημαντικά διαταράξει το πρόγραμμα των συνομιλιών, καθώς και την μορφή τους, αφού διεξάγονται μέσω τηλεδιάσκεψης.
Μία παράταση θα έχει ως μοναδικό αποτέλεσμα να παρατείνει την αβεβαιότητα των επιχειρήσεων και θα απαιτούσε και νέα βρετανική συμβολή στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, δήλωσε βρετανός εκπρόσωπος.
Αντίθετα με τους Ευρωπαίους, που επιδιώκουν μία ενιαία συνολική συμφωνία, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν ζητά τίποτε περισσότερο από μία κλασική συμφωνία ελευθέρου εμπορίου – σύμφωνα με το μοντέλο της συμφωνίας ΕΕ-Καναδά- η οποία στην συνέχεια θα μπορεί να εμπλουτισθεί με επιμέρους συμφωνίες που θα αφορούν επιμέρους τομείς.
Σύμφωνα με το βρετανό εκπρόσωπο, «η προσφορά της ΕΕ για την ανταλλαγή εμπορευμάτων επεκτείνεται πολύ πέραν» των προηγουμένων συμφωνιών, γεγονός που «περιορίζει σημαντικά την αξία της».
Η Ευρωπαϊκή Ενωση απαντά ότι δεν μπορεί να προτείνει μία φιλόδοξη εμπορική συμφωνία στο Λονδίνο που δεν θα συνοδεύεται από επιπλέον εγγυήσεις για το ζήτημα του ισότιμου ανταγωνισμού (level playing field), ώστε να αποφευχθεί η διαμόρφωση και λειτουργία μίας απορυθμισμένης οικονομίας στις πόρτες της Ενωσης.
Οι Βρετανοί δεν θέλουν καν να ακούσουν για τέτοιες εγγυήσεις, αφού η δημιουργία μίας ακριβώς τέτοιας οικονομίας περιλαμβάνεται, όπως φαίνεται, στις προθέσεις τους.
Σε ό,τι αφορά την αλιεία, ένα δύσκολο θέμα για το οποίο οι διαπραγματευτές έχουν δεσμευθεί ότι θα συμφωνήσουν μέχρι τον Ιούλιο, το Ηνωμένο Βασίλειο μόλις παρέδωσε κείμενο στην Ευρωπαϊκή Ενωση με τις θέσεις του, οι οποίες κρίθηκαν «λογικές».
Αλλά στις βρετανικές θέσεις περιλαμβάνεται η ετήσια επαναδιαπραγμάτευση των ποσοστώσεων αλιείας στα βρετανικά ύδατα, την οποία αρνούνται οι Βρυξέλλες.