Οι πολίτες στον ανεπτυγμένο κόσμο πέρασαν σχεδόν δύο μήνες καραντίνας. Σε αυτό το διάστημα, αναπτύχθηκαν σημαντικοί φόβοι για έλλειψη βασικών αγαθών όπως ψωμί, βούτυρο και όσπρια με συνέπεια αρκετά νοικοκυριά να προμηθευτούν μεγάλες ποσότητες για να διασφαλίσουν την επάρκειά τους.
Σύμφωνα με τον Economist, το παγκόσμιο εμπόριο αγαθών σίτισης – μια παγκόσμια τροφική "αλυσίδα" 8 τρισ. δολαρίων – προσαρμόζεται αξιοπρόσεκτα στη νέα πραγματικότητα.
Χιλιάδες επιχειρήσεις υποχρεώθηκαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να αλλάξουν άρδην τη στρατηγική τους για να αντεπεξέλθουν στις πρωτόγνωρες συνθήκες.
Οι κίνδυνοι για την επάρκεια τροφίμων είναι πολλοί. Από τις μειωμένες σοδιές έως την έλλειψη εργατικών χεριών, οι αστάθμητοι παράγοντες που καθορίζουν την παγκόσμια τροφική "αλυσίδα" δοκιμάστηκαν στα όριά τους την περίοδο της καραντίνας.
Η διαδικασία παραγωγής που ξεκινά από το χωράφι και καταλήγει στο πιρούνι του καταναλωτή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Economist, αντιστοιχεί στο 10% του παγκόσμιου Α.Ε.Π. και παρέχει εργασία σε περίπου 1,5 δισ. ανθρώπους.
Η παγκόσμια ζήτηση για φαγητό έχει, δε, τριπλασιαστεί από το 1970 καθώς ο παγκόσμιος πληθυσμός φτάνει τα 7,7 δισ. σήμερα. Την ίδια ώρα, ο αριθμός των ανθρώπων που διαθέτουν την ελάχιστη τροφή για να επιβιώσουν μειώθηκε από 36% στο 11%.
Οι εξαγωγές τροφίμων έχουν εξαπλασιαστεί τις τελευταίες τρεις δεκαετίες ενώ περίπου τέσσερις στους πέντε ανθρώπους σε όλο τον κόσμο τρέφονται με προϊόντα που έχουν κατά κύριο λόγο παραχθεί σε άλλες χώρες από εκείνη που κατοικούν.
Οι κυβερνήσεις δείχνουν, σύμφωνα με τον Economist, να μην ελέγχουν το φαινόμενο. Σε γενικές γραμμές, ο ρόλος του κράτους περιορίζεται, παρότι σε αρκετές περιπτώσεις οι κυβερνήσεις επιχειρούν να ρυθμίσουν τιμές και να ελέγξουν τη διανομή.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι δασμοί στα αγροτικά προϊόντα είναι τετραπλάσιοι σε σχέση με τους αντίστοιχους δασμούς σε μη αγροτικά προϊόντα. Ωστόσο, μια χούφτα χωρών, όπως οι ΗΠΑ, η Ινδία, η Ρωσία και το Βιετνάμ, κυριαρχούν στην παγκόσμια αγορά ρυζιού και σιταριού.
Σε αυτό το σκηνικό, οι ραγδαίες μεταβολές που βιώνουμε λόγω της κλιματικής αλλαγής επιδεινώνουν την κατάσταση. Εξάλλου, υπάρχει το σχετικό πρόσφατο παράδειγμα του 2007-2008, όταν οι μειωμένες σοδιές και το υψηλό κόστος ενέργειας ανέβασαν απότομα τις τιμές στα βασικά τρόφιμα. Τότε, αρκετές κυβερνήσεις αντέδρασαν με πανικό φοβούμενες ελλείψεις και περιόρισαν ή και απαγόρευσαν τις εξαγωγές προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη αναταραχή.
Στην παρούσα κρίση, οι κυβερνήσεις αντέδρασαν καλύτερα, εκτιμά ο Economist. Απέφυγαν τις τακτικές προστατευτισμού και εκμεταλλεύτηκαν τα υψηλά αποθέματα προϊόντων που προέκυψαν από διαδοχικές καλές σοδιές.
Βέβαια, δεν ισχύει το ίδιο για την εστίαση. Εταιρείες – κολοσσοί όπως τα ΜcDonald's είδαν τις πωλήσεις τους να υποχωρούν κατά 70% στην Ευρώπη. Αντίθετα, το διαδικτυακό "μανάβικο" της Amazon αύξησε τον κύκλο εργασιών του κατά 60%.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Economist, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη θα χρειαστούν σχετικά άμεσα πάνω από 1 εκατ. εργάτες από το Μεξικό και την Αφρική και την Ανατολική Ευρώπη αντίστοιχα για να δουλέψουν στα χωράφια.
Και, ταυτόχρονα, ενώ τα εισοδήματα θα μειώνονται και οι ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες οικονομίες θα συρρικνώνονται όλο και μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων θα βρίσκεται αντιμέτωπος με ελλείψεις βασικών τροφίμων.
Όπως εξηγεί ο Economist, αυτή η εξέλιξη θα αντικατοπτρίζει έλλειψη χρημάτων και όχι αγαθών. Όμως, καθώς οι πολίτες θα βρίσκονται αντιμέτωποι με τη φτώχεια, οι κυβερνήσεις υποχρεωτικά θα εξετάσουν σοβαρά το ενδεχόμενο να λάβουν έκτακτα μέτρα.
Με γνώμονα το τι συνέβη το 2007-2008, αυτό είναι κάτι που πρέπει να αποφευχθεί, εκτιμά ο Economist.
Οι κυβερνήσεις οφείλουν να δείξουν ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση. Και να επιτρέψουν στο παγκόσμιο σύστημα παραγωγής και τροφοδοσίας αγαθών σίτισης να λειτουργήσει. Τα σύνορα πρέπει να μείνουν ανοιχτά. Τα αγαθά να μετακινούνται δίχως μεγάλους περιορισμούς και το εργατικό δυναμικό να μπορεί να μεταναστεύσει για να βρει δουλειά.
Ένας κίνδυνος που εγκυμονεί σε περιόδους κρίσεων είναι ο συγκεντρωτισμός στο χώρο των τροφίμων καθώς αρκετές μικρές ή και μεσαίες εταιρείες δεν θα αντέξουν. Εκεί, οι κυβερνήσεις, οφείλουν, κατά τον Economist, να προστατέψουν τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις με διαφάνεια και ξεκάθαρο θεσμικό πλαίσιο.
Και όλα αυτά ενώ οι μελλοντικές προκλήσεις στο χώρο της παγκόσμιας βιομηχανίας τροφίμων είναι εξαιρετικά κρίσιμες. Εντός των επόμενων τριάντα ετών, η προσφορά πρέπει να αυξηθεί κατά 50% για να ικανοποιήσει τις ανάγκες ενός διαρκώς αυξανόμενου πληθυσμού που βλέπει το εισόδημά του να μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο.
Η ανάγκη για μια τεχνολογική επανάσταση στο χώρο των τροφίμων μοιάζει πιο επιτακτική από ποτέ. Με σύγχρονα θερμοκήπια που θα διαθέτουν σημαντικά μειωμένο περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Με τη χρήση ρομπότ στη συλλογή τροφίμων. Και φυσικά, με γιγάντια ιδιωτικά κεφάλαια που πρέπει να επενδυθούν για να γίνουν όλα αυτά πράξη.