Τα τελευταία στοιχεία της έρευνας PMI® υπέδειξαν τη σημαντικότερη μείωση της παραγωγής στον ελληνικό μεταποιητικό τομέα που έχει καταγραφεί από την αρχή διεξαγωγής της έρευνας εδώ και 21 έτη.
Η έξαρση και κλιμάκωση της πανδημίας του κορωνοϊού 2019 (COVID-19) σε όλη την Ευρώπη οδήγησε στην εκτεταμένη ακύρωση ή στην αναστολή παραγγελιών, καθώς η ζήτηση από το εσωτερικό και το εξωτερικό μειώθηκε κατακόρυφα με πρωτοφανής ρυθμούς.
Κατά συνέπεια, οι εταιρείες απέλυσαν προσωπικό με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί στην ιστορία της έρευνας, καθώς η έλλειψη νέων εργασιών οδήγησε σε πλεονάζον διαθέσιμο προσωπικό.
Η αβεβαιότητα και οι φόβοι αργής ανάκαμψης είχαν αρνητικό αποτέλεσμα στα επίπεδα επιχειρηματικής εμπιστοσύνης, τα οποία υποχώρησαν στο χαμηλότερο σημείο που έχει καταγραφεί από τον Ιούλιο του 2015.
Σε ό,τι αφορά στις τιμές, τόσο οι προμηθευτές όσο και οι κατασκευαστές μείωσαν τις τιμές χρέωσης στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν, και κυρίως, να διατηρήσουν τους πελάτες.
Ο εποχικά προσαρμοσμένος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της IHS Markit για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index® – PMI®) –ένας σύνθετος δείκτης που έχει σχεδιαστεί για να μετρά την απόδοση της μεταποιητικής οικονομίας– έκλεισε στις 29.5 μονάδες στο ξεκίνημα του δεύτερου τριμήνου, αισθητά χαμηλότερα από τις 42.5 μονάδες του Μαρτίου.
Η επιδείνωση των λειτουργικών συνθηκών ήταν η εντονότερη που έχει καταγραφεί από την αρχή συλλογής στοιχείων τον Μάιο του 1999, παρότι ενισχύθηκε ελαφρώς από την περαιτέρω επιμήκυνση του χρόνου παράδοσης προμηθειών (γεγονός που συνήθως υποδεικνύει βελτίωση της απόδοσης των κατασκευαστών).
Βασικός παράγοντας της υποχώρησης του κύριου δείκτη σε χαμηλή τιμή-ρεκόρ ήταν η εντονότερη συρρίκνωση της παραγωγής που έχει καταγραφεί σε διάστημα 21 ετών.
Τα μέτρα απαγόρευσης της κυκλοφορίας που εφαρμόστηκαν παγκοσμίως μετά την κλιμάκωση της πανδημίας COVID-19 περιόρισαν την παραγωγική ικανότητα, ενώ η πρόδηλη μεταστροφή των συνθηκών ζήτησης μείωσε τον όγκο παραγγελιών.
Η μείωση του συνόλου των πωλήσεων ήταν η ταχύτερη που έχει καταγραφεί από την αρχή συλλογής στοιχείων τον Μάιο του 1999, καθώς οι νέες παραγγελίες εξαγωγών μειώθηκαν εξίσου σημαντικά λόγω της ακύρωσης και της αναστολής των παραγγελιών από βασικούς προορισμούς εξαγωγών.
Κατ’ αναλογία με τη σημαντική υποχώρηση της ζήτησης των πελατών, ο όγκος αδιεκπεραίωτων εργασιών μειώθηκε με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από την αρχή συλλογής των συγκεκριμένων στοιχείων, τον Νοέμβριου του 2002.
Όπως αναφέρθηκε, το αναξιοποίητο εργατικό δυναμικό και το κλείσιμο των εργοστασίων συνέβαλλαν σημαντικά στην πρωτοφανή μείωση του αριθμού εργαζομένων, μια τεράστια μεταστροφή από τη δημιουργία θέσεων εργασίας που είδαμε στο ξεκίνημα του έτους.
Οι προβλέψεις σχετικά με τα επίπεδα παραγωγής στον ελληνικό μεταποιητικό τομέα ήταν απαισιόδοξες τον Απρίλιο, καθώς οι εταιρείες αναμένουν ότι η παραγωγή θα μειωθεί μέσα στο επόμενο έτος. Το αρνητικό κλίμα αποδόθηκε κυρίως στους φόβους για αργή ανάκαμψη, μεγαλύτερο διάστημα απαγόρευσης της κυκλοφορίας και ανησυχίες σχετικά με την πρόσβαση σε πιστώσεις.
Συγχρόνως, οι εταιρείες προσπάθησαν να προσελκύσουν πελάτες να πραγματοποιήσουν αγορές μειώνοντας τις τιμές χρέωσης με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον Μάρτιο του 2009. Οι προμηθευτές μείωσαν επίσης τις τιμές τους, καθώς η επιβάρυνση κόστους υποχώρησε με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί σε διάστημα λίγο μεγαλύτερο των τεσσάρων ετών.
Οι κατασκευαστές κατέγραψαν την ταχύτερη μείωση των αγορών προμηθειών που έχει καταγραφεί από τον Ιούλιο του 2015, καθώς η ζήτηση για πρώτες ύλες περιορίστηκε.
Παρά τη μείωση της αγοραστικής δραστηριότητας, οι χρόνοι παράδοσης προμηθειών επιμηκύνθηκαν σημαντικά, καθώς οι αυστηρότεροι έλεγχοι των συνόρων και τα υλικοτεχνικά προβλήματα που προκλήθηκαν από την έξαρση του ιού οδήγησαν σε μεγαλύτερες καθυστερήσεις.
Η Siân Jones, οικονομολόγος στην IHS Markit, η οποία καταρτίζει την έρευνα του ελληνικού Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών PMI, είπε:
«Οι επιπτώσεις της κλιμάκωσης της εξάπλωσης του ιού COVID-19 σε όλη την Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Απριλίου προκάλεσαν παράλυση του ελληνικού μεταποιητικού τομέα.
Η παραγωγή και οι νέες παραγγελίες συρρικνώθηκαν με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί σε διάστημα 21 ετών, καθώς εφαρμόστηκαν παντού έκτακτα μέτρα απαγόρευσης της κυκλοφορίας και κλείσιμο των εργοστασίων.
Η αισθητή επιδείνωση της απόδοσης του μεταποιητικού τομέα αποτελεί μια εικόνα πολύ διαφορετική από το ξεκίνημα της χρονιάς, περίοδο κατά την οποία ο τομέας φαινόταν να ισχυροποιείται ολοένα περισσότερο.
Τα αποτελέσματα της έντονης μείωσης της ζήτησης των πελατών δεν άφησαν στις εταιρείες άλλη επιλογή από το να απολύσουν προσωπικό.
Ο ρυθμός μείωσης των θέσεων εργασίας υπερέβη κατά πολύ οποιαδήποτε αντίστοιχη μείωση έχουμε δει στην ιστορία της έρευνας, καθώς οι εταιρείες πραγματοποίησαν επίσης σημαντικές περικοπές στις τιμές χρέωσης, στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν παραγγελίες.
Οι Έλληνες κατασκευαστές αναμένουν ότι η παραγωγή θα μειωθεί μέσα στο επόμενο έτος, καθώς η απαισιοδοξία οφείλεται στην επέκταση των μέτρων απαγόρευσης της κυκλοφορίας, στις μεγάλες δυσκολίες πρόσβασης σε πιστώσεις και στις ανησυχίες σχετικά με την ταχύτητα ανάκαμψης.
Οι τρέχουσες προβλέψεις μας υποδεικνύουν ότι η βιομηχανική παραγωγή στην Ελλάδα θα συρρικνωθεί κατά 4,1% το 2020. Η ανάκαμψη του μεταποιητικού τομέα θα συνδεθεί με οποιαδήποτε αύξηση της δραστηριότητας στον τομέα παροχής υπηρεσιών, λόγω της σημασίας της παραγωγής τροφίμων και ποτών στον ελληνικό μεταποιητικό τομέα».