Η πανδημική κρίση έχει επιφέρει αφενός χρονική μετατόπιση του εποχικού προτύπου των προσλήψεων, λόγω της μεταγενέστερης, σε σύγκριση με προηγούμενα χρόνια, έναρξης της τουριστικής περιόδου, και αφετέρου ορατή συρρίκνωση του συνολικού αριθμού των προσλήψεων, σε ετήσια βάση, στο πρώτο επτάμηνο.
Όπως επισημαίνει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο της δελτίο οικονομικών εξελίξεων, η επιβολή μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας, με σκοπό την αντιμετώπιση της εξάπλωσης της πανδημίας COVID-19 στην Ελλάδα, από το τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου και μέχρι τον Μάιο, οπότε και ξεκίνησε η σταδιακή άρση τους, είχε ως αποτέλεσμα -μεταξύ άλλων- τη συρρίκνωση των προσλήψεων στο διάστημα αυτό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία ροών μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα (Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων – πληροφοριακό σύστημα Εργάνη) και οι προσλήψεις παρουσίαζαν ένα καθαρό εποχικό πρότυπο, καθώς στο διάστημα Απριλίου-Ιουνίου σημείωσαν τις υψηλότερες επιδόσεις πρώτου επταμήνου κάθε έτους.
Το γεγονός αυτό αποδίδεται, πρωτίστως, στις εποχικές προσλήψεις που πραγματοποιούνταν στο εν λόγω τρίμηνο, δηλαδή στην έναρξη της τουριστικής περιόδου κάθε έτους. Το 2020, ωστόσο, και εξαιτίας της έλευσης της πανδημίας COVID-19, η εικόνα ήταν αρκετά διαφορετική. Συγκεκριμένα, οι προσλήψεις περιορίστηκαν σημαντικά, στο τρίμηνο Μαρτίου-Μαΐου, ενώ σημείωσαν αισθητή άνοδο τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, παράλληλα με την σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων και την επανεκκίνηση των κλάδων που σχετίζονται με τον τουρισμό.
Πιο αναλυτικά, στο τρίμηνο Μαρτίου-Μαΐου 2020, πραγματοποιήθηκαν 250,8 χιλ. προσλήψεις, έναντι 807,9 χιλ., το αντίστοιχο διάστημα του 2019, εξέλιξη που κατά κύριο λόγο οφείλεται στο μειωμένο αριθμό εποχικών προσλήψεων σε κλάδους οικονομικής δραστηριότητας που σχετίζονται με τον τουρισμό. Στη συνέχεια, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, παρατηρείται ότι μέρος των απωλειών σε θέσεις εργασίας ανακτήθηκε, καθώς πραγματοποιήθηκαν 238,4 χιλ. και 306,8 χιλ. προσλήψεις, αντίστοιχα, έναντι 289,5 χιλ. τον Ιούνιο και 250,3 χιλ. τον Ιούλιο 2019. Ειδικότερα, τον Ιούλιο, το ισοζύγιο ροών απασχόλησης, δηλαδή η διαφορά μεταξύ προσλήψεων και αποχωρήσεων, διαμορφώθηκε σε 67,9 χιλ., αυξημένο κατά 82,6 χιλ., σε σύγκριση με τον Ιούλιο 2019, με την εν λόγω θετική επίδοση να αποτελεί την υψηλότερη μηνός Ιουλίου από το 2001 έως σήμερα.
Οι κλάδοι, μάλιστα, στους οποίους σημειώθηκαν τα υψηλότερα ισοζύγια προσλήψεων-αποχωρήσεων τόσο τον Ιούλιο, όσο και τον Ιούνιο, ήταν τα καταλύματα, οι δραστηριότητες υπηρεσιών εστίασης, το λιανικό εμπόριο αλλά και η βιομηχανία τροφίμων. Επιπλέον, τα μεγαλύτερα θετικά ισοζύγια ροών απασχόλησης σημειώθηκαν στο διάστημα αυτό σε τουριστικές περιοχές, όπως η Κρήτη, το Νότιο Αιγαίο και τα Ιόνια Νησιά.
Παρά την άνοδο των προσλήψεων το δίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου, συνολικά το πρώτο επτάμηνο του 2020, το ισοζύγιο των ροών απασχόλησης διαμορφώθηκε σε 111,3 χιλ., που αποτελεί τη χαμηλότερη επίδοση πρώτου επτάμηνου από το 2014. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα στοιχεία, δεν προκύπτει ότι η ανάκαμψη των προσλήψεων, τους τελευταίους μήνες, είναι ικανή να αντισταθμίσει τις επιπτώσεις της πανδημίας στην αγορά εργασίας.
Η εξέλιξη τόσο της απασχόλησης, όσο και του ποσοστού της ανεργίας θα εξαρτηθεί, στο άμεσο χρονικό διάστημα, σε σημαντικό βαθμό και από την εξέλιξη της πανδημίας. Με άλλα λόγια, η νόσος COVID-19 καθυστέρησε σημαντικά τις εποχικές προσλήψεις και εν τέλει συμπίεσε το συνολικό ετήσιο αριθμό τους.
Η μείωση αυτή, ωστόσο, κρίνεται ότι είναι σχετικά μικρών διαστάσεων, δεδομένης της σημασίας που έχει ο τουριστικός κλάδος για την απασχόληση στη χώρα μας. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται, σε σημαντικό βαθμό, στα μέτρα στήριξης επιχειρήσεων αλλά και εργαζομένων που έθεσε σε εφαρμογή η Ελληνική Κυβέρνηση, επικουρικά με το πρόγραμμα SURE της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αφορά στη χρηματοδότηση εργασίας με μειωμένο ωράριο ή παρόμοιων μέτρων με στόχο την προστασία της απασχόλησης.
Συγκεκριμένα, στο πακέτο μέτρων περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, η δυνατότητα αναστολής σύμβασης εργασίας και η αποζημίωση ειδικού σκοπού προς τους εργαζομένους που εντάσσονται στο καθεστώς αυτό, η οποία μάλιστα επεκτάθηκε χρονικά για τις επιχειρήσεις του τουρισμού και των μεταφορών, καθώς και το πρόγραμμα "ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ" που προβλέπει τη μείωση του χρόνου εργασίας των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων και των εποχικά εργαζομένων, με αναπλήρωση σημαντικού μέρους των αποδοχών από το κράτος.
Η πτώση των προσλήψεων, στο διάστημα Μαρτίου-Μαΐου 2020, αποτυπώθηκε και στα εποχικά διορθωμένα στοιχεία της μηνιαίας έρευνας εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ. Κατά τους πρώτους μήνες εξάπλωσης της πανδημίας COVID-19 στη χώρα μας, δηλαδή τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της απασχόλησης επιβραδύνθηκε σημαντικά, σε 0,4% και 0,1% αντίστοιχα, έναντι 2%, που καταγράφηκε, κατά μέσο όρο, από τις αρχές του 2015 έως και τον Ιανουάριο 2020.
Στη συνέχεια, τον Απρίλιο και τον Μάιο, διάστημα κατά το οποίο ήταν σε ισχύ τα μέτρα περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας εξαιτίας της πανδημίας, ο αριθμός των απασχολούμενων μειώθηκε, σε ετήσια βάση, κατά 1,3% και 4,9%, αντίστοιχα. Παράλληλα, το ποσοστό της ανεργίας διαμορφώθηκε σε 17% τον Μάιο, στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί από τον Ιούλιο 2019 (17,1%), σημειώνοντας οριακή πτώση σε ετήσια βάση (-0,2 της ποσοστιαίας μονάδας) και άνοδο σε σύγκριση με τον Απρίλιο 2020, της τάξης της 1,3 ποσοστιαίας μονάδας. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η ανεργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ-27) αυξήθηκε, σε ετήσια βάση, τον Μάιο, κατά 0,3 της ποσοστιαίας μονάδας.
Εκτός, όμως, από την απώλεια των θέσεων εργασίας, οι επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 στην αγορά εργασίας έχουν αποτυπωθεί και σε άλλα πεδία. Μεταξύ αυτών, είναι η αύξηση του οικονομικά μη ενεργού πληθυσμού, καθώς αρκετά άτομα που δεν εργάζονταν και αναζητούσαν εργασία δήλωσαν ότι δεν είναι άμεσα διαθέσιμα να εργαστούν. Ως εκ τούτου, όπως παρατηρείται και στο Γράφημα 2, ο αριθμός των ανέργων συνέχισε να μειώνεται.
Συγκεκριμένα, τον Μάιο, ο οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός σημείωσε αύξηση κατά 6,4%, σε ετήσια βάση, ενώ οι άνεργοι κατέγραψαν ισοποσοστιαία μείωση. Σημειώνεται ότι η αναλογικά μεγαλύτερη μείωση του αριθμού των ανέργων, σε ετήσια βάση, σε σύγκριση με την οριακή πτώση, αντίστοιχα, του ποσοστού της ανεργίας, εξηγείται από τη μετακίνηση πληθυσμού από την ανεργία στον οικονομικά μη ενεργό πληθυσμό και την επακόλουθη μείωση του εργατικού δυναμικού, δηλαδή του παρονομαστή του κλάσματος του ποσοστού της ανεργίας.
Επιπλέον, παρατηρήθηκε αύξηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, όπως η εργασία εξ αποστάσεως και η μετατροπή των συμβάσεων εργασίας από πλήρη σε μερική και εκ περιτροπής απασχόληση, αντανακλώντας μια σημαντική μείωση των ωρών εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, ως συνέπεια της κάθετης πτώσης της παραγωγικής δραστηριότητας.
Επιπρόσθετα, τα μέτρα στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, τα οποία τέθηκαν σε εφαρμογή, είχαν ως αποτέλεσμα αφενός τη συγκράτηση του αριθμού των αποχωρήσεων, οι οποίες ήταν, στο διάστημα Μαρτίου-Μαΐου 2020, κατά 54% λιγότερες, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, αφετέρου την αξιοσημείωτη άνοδο των απουσιών από την εργασία.
Συγκεκριμένα, οι απουσίες αυξήθηκαν, συνολικά, το πρώτο τρίμηνο του 2020, σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του 2019, κατά 110%, έναντι αύξησης 27% του μέσου όρου της ΕΕ-27, όπου παρατηρήθηκε το ίδιο φαινόμενο. Εξ αυτών, περισσότερο από το 1/3 αφορούσε σε απουσίες λόγω προσωρινής διακοπής εργασίας, οι οποίες υπερδιπλασιάστηκαν σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2019.
Παρόμοιο ποσοστό αφορούσε σε "λοιπές απουσίες", ενώ το 31% σε κανονικές άδειες. Υπενθυμίζεται ότι το πακέτο μέτρων στήριξης της ελληνικής οικονομίας περιελάμβανε ειδική άδεια για εργαζόμενους γονείς, ενώ σημαντικό ποσοστό του εργατικού δυναμικού τέθηκε σε καθεστώς αναστολής σύμβασης εργασίας.
Εκτός από τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19, η ελληνική αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από παθογένειες, οι οποίες επιδεινώθηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας.
Στο "Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία" (Ενδιάμεση Έκθεση, Ιούλιος 2020), το οποίο δημοσιεύτηκε πρόσφατα -μεταξύ άλλων- αναλύεται η γενική κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να κινηθεί η οικονομία ώστε να επιτευχθεί ισχυρή ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα και προτείνονται οι παρακάτω παρεμβάσεις που σχετίζονται με την αγορά εργασίας:
«Βελτίωση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού (απασχολούμενων και ανέργων). […] Η πρόσφατη εμπειρία της πανδημίας COVID-19 καθιστά τις μεταρρυθμίσεις περισσότερο αναγκαίες καθώς αναμένεται επιτάχυνση του ρυθμού αυτοματοποίησης της οικονομίας που προϋποθέτει την επανακατάρτιση του εργατικού δυναμικού σε, μεταξύ άλλων, ψηφιακές δεξιότητες καθώς και την πιο εύκολη μετακίνηση των απασχολούμενων μεταξύ κλάδων οικονομικής δραστηριότητας».
– «Αύξηση του ποσοστού συμμετοχής εκείνων των ομάδων του πληθυσμού που επί του παρόντος υποεκπροσωπούνται στην αγορά εργασίας (γυναίκες, νέοι και μεγαλύτερης ηλικίας άτομα)».
– «Μείωση του βάρους στη μισθωτή εργασία με συνδυαστικά μέτρα όπως (α) μείωση των ασφαλιστικών εισφορών (για παράδειγμα μέσω ενός σταθερού ποσού εισφορών υγείας για όλους τους εργαζόμενους), (β) απάλειψη της "εισφοράς αλληλεγγύης" και (γ) μείωση του ανώτατου ορίου ασφαλιστέου εισοδήματος».
Ειδικά για την επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας, σημειώνεται ότι στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα υψηλή. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), το μη μισθολογικό κόστος (tax wedge1), για το μέσο εργαζόμενο χωρίς παιδιά, ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας, διαμορφώθηκε το 2019 σε 40,8%, σημειώνοντας οριακή πτώση σε σύγκριση με το 2018, κατά 0,2 της ποσοστιαίας μονάδας.
Με σειρά κατάταξης από το υψηλότερο στο χαμηλότερο ποσοστό, η Ελλάδα κατείχε το 2019 την 14η θέση μεταξύ των 36 χωρών του ΟΟΣΑ, έναντι της 13ης θέσης το 2018, ενώ υπερέβη και τον αντίστοιχο μέσο όρο του ΟΟΣΑ, ο οποίος διαμορφώθηκε σε 36%. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι, στην περίπτωση του μέσου εργαζόμενου, ο οποίος είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά, το μη μισθολογικό κόστος ανήλθε το 2019 στη χώρα μας σε 37,8% και ήταν το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό που καταγράφηκε στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Η επίδοση αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι τα οικογενειακά επιδόματα που καταβάλλονται σε αυτήν την κατηγορία εργαζομένων, τα οποία μειώνουν το μη μισθολογικό κόστος, είναι σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο σε σύγκριση με το μέσο όρο του ΟΟΣΑ (3% έναντι 9,6%, ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας).
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι οι εργοδοτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης αποτελούν το 49% του μη μισθολογικού κόστους, σε σύγκριση με το 38%, κατά μέσο όρο, στις χώρες του ΟΟΣΑ. Τα αντίστοιχα ποσοστά είναι χαμηλότερα στην Γερμανία (34%) αλλά και σε χώρες που έχουν ολοκληρώσει προγράμματα οικονομικής προσαρμογής εντός της προηγούμενης δεκαετίας, όπως και η Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, στην Ιρλανδία, οι εργοδοτικές εισφορές ανέρχονται σε 30% του συνολικού κόστους εργασίας, ενώ, στην Πορτογαλία, σε 47%. Αντίθετα, στην Ιταλία (50%) και στην Ισπανία (58%), το μη μισθολογικό κόστος που αναλαμβάνει ο εργοδότης είναι υψηλότερο σε σύγκριση με την Ελλάδα.
Το υψηλό ποσοστό των ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών και των εργαζομένων αλλά και η υψηλή φορολογία εισοδήματος, αυξάνουν σημαντικά το κόστος εργασίας και αποτελούν αντικίνητρο ενίσχυσης της απασχόλησης, ενώ παράλληλα οδηγούν σε αύξηση της αδήλωτης εργασίας.
Ως εκ τούτου, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους κρίνεται σημαντική, καθώς αναμένεται να οδηγήσει σε ενδυνάμωση των κινήτρων των επιχειρήσεων για αύξηση των θέσεων εργασίας, αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας και ως εκ τούτου μείωση του οικονομικά μη ενεργού πληθυσμού, ενώ προβλέπεται ότι θα οδηγήσουν και σε ενίσχυση των επενδυτικών κινήτρων.