Η έξαρση των κρουσμάτων του κορωνοϊού αναμένεται να περιορίσει την αναμενόμενη ανάκαμψη της Ευρωζώνης από τη βαθιά ύφεση του β’ τριμήνου, όπως επισημαίνει η Goldman Sachs σε νέα έκθεσή της και εκτιμά πως η επιστροφή στην κανονικότητα για την οικονομία της περιοχής αναμένεται στα τέλη του 2021.
Τα νέα κρούσματα Covid-19 αυξήθηκαν απότομα τις τελευταίες εβδομάδες, με τα ημερήσια στοιχεία σε Ισπανία και Γαλλία να πλησιάζουν τα υψηλά επίπεδα που σημειώθηκαν στα μέσα Απριλίου, σημειώνει η αμερικανική τράπεζα. Παρ' όλο που μέχρι στιγμής η αύξηση των κρουσμάτων παραμένει σημαντικά χαμηλότερη από ό,τι πριν σε Γερμανία και Ιταλία, οι αριθμοί αυξάνονται σταθερά και εκεί.
Συνεπώς, οι κυβερνήσεις έχουν σταματήσει να ξανανοίγουν τις οικονομίες τους και σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν υιοθετήσει νέα μέτρα περιορισμού. Αυτό οδηγεί την Goldman Sachs να υποβαθμίσει τις εκτιμήσεις της για την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη στο γ’ τρίμηνο, στο 8% από 8,9%, κυρίως λόγω της βραδύτερης ανάπτυξης στην Ισπανία και τη Γαλλία.
Ωστόσο, η αμερικανική τράπεζα εξακολουθεί να αναμένει ότι η οικονομία της Ευρωζώνης θα επιστρέψει στα προ-Covid επίπεδα στο τέταρτο τρίμηνο του 2021. Οι κίνδυνοι γύρω από αυτή την πρόβλεψη είναι αμφίδρομοι: αν και στο τρίτο τρίμηνο τα μέτρα περιορισμού πιθανότατα θα επιβραδύνουν τη δραστηριότητα βραχυπρόθεσμα, ωστόσο ένας πιο αποτελεσματικός έλεγχος του κορωνοϊού θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πολύ ταχύτερη ανάκαμψη στο τρίμηνο.
Στα αρνητικά, ένα πιθανό lockdown που θα μοιάζει περισσότερο με αυτό που είδαμε νωρίτερα μέσα στο έτος θα μπορούσε να «χτυπήσει» σημαντικά την ανάπτυξη τόσο στο γ’ όσο και στο δ’ τρίμηνο. Αν και οι κίνδυνοι γύρω από την αρχική πρόβλεψη της Goldman Sachs είναι σημαντικοί, όπως επισημαίνει, διατηρεί την εκτίμησή της ότι η Ευρωζώνη είναι σε σχετικά καλή θέση για να χειριστεί το δεύτερο κύμα, διατηρώντας την Ευρώπη σε τροχιά για μια ομαλότερη ανάκαμψη από την κρίση από ό,τι άλλες περιοχές σε όλο τον κόσμο.
Ένας λόγος που η αμερικανική τράπεζα διατηρεί την εποικοδομητική της άποψη για την ευρωπαϊκή οικονομία είναι ότι τα ποσοστά θνησιμότητας παραμένουν πολύ χαμηλότερα από ό,τι τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, κάτι που πιθανότατα αντικατοπτρίζει τη διενέργεια περισσότερων τεστ, τη χαμηλότερη μέση ηλικία των ανθρώπων που νοσούν και την καλύτερη θεραπεία.
Ως αποτέλεσμα, οι κυβερνήσεις δεν επέλεξαν αυστηρό lockdown για να επιβραδύνουν τη μετάδοση του κορωνοϊού, αλλά βασίστηκαν στην κοινωνική αποστασιοποίηση, στην υποχρεωτική χρήση μάσκας και σε τοπικά μέτρα περιορισμού.
Λαμβάνοντας υπόψη τα χαμηλότερα ποσοστά θνησιμότητας, η G.S. πιστεύει ότι η πρόκληση για την επιστροφή σε εθνικού επιπέδου lockdowns είναι υψηλή και η ανάλυσή της υποδηλώνει ότι οι κυβερνήσεις θα μπορέσουν να συγκρατήσουν την πανδημία με πολύ χαμηλότερο οικονομικό κόστος από ό,τι τον Μάρτιο / Απρίλιο.
Επιπλέον, οι δημοσιονομικές πολιτικές στηρίζουν την ανάκαμψη σε ολόκληρη την περιοχή της Ευρωζώνης. Τα βραχυπρόθεσμα προγράμματα εργασίας -τα οποία υπήρξαν εξαιρετικά αποτελεσματικά στον περιορισμό των επιπτώσεων στην αγορά εργασίας κατά τη διάρκεια της κρίσης- φαίνεται πως θα επεκταθούν (εκτός από την Ισπανία, όπου το πρόγραμμα πιθανότατα θα λήξει φέτος). Ως αποτέλεσμα, θα σημειωθεί μόνο σταδιακή αύξηση της ανεργίας κατά τα επόμενα τρίμηνα, η οποία θα βοηθήσει στη στήριξη των εισοδημάτων των νοικοκυριών και στη μείωση της ζημιάς στην αγορά εργασίας μεσοπρόθεσμα.
Την ίδια στιγμή, οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να προσθέτουν μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης, συμπεριλαμβανομένων της Γαλλίας και της Ιταλίας. Αυτές οι δημοσιονομικές προσπάθειες υποστηρίζονται από το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο και αναμένεται να επικυρωθεί από τα κοινοβούλια της ΕΕ τις επόμενες εβδομάδες.
Τέλος, η Goldman Sachs αναφέρει πως παρόλο που οι αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ καθώς και η δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης θα κλείσουν αποτελεσματικά τα κενά χρηματοδότησης των χωρών της ευρωπεριφέρειας για τα επόμενα 2-3 χρόνια, οι κυβερνήσεις των χωρών του Νότου θα πρέπει τελικά να επιδιώξουν μεγάλες δημοσιονομικές προσαρμογές για να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του χρέους.
Εκτιμά ότι κάποια στιγμή η Ιταλία και η Ισπανία θα πρέπει να επιτύχουν μια σωρευτική προσαρμογή ύψους περίπου 5% του ΑΕΠ για να σταθεροποιήσουν τους δείκτες χρέους τους με τα τρέχοντα επιτόκια. Η εμπειρία του παρελθόντος δείχνει ότι μια τέτοια προσαρμογή θα είναι ένα δύσκολο έργο.
Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της G.S., οι κυβερνήσεις μπορούν να περιορίσουν τη ζημιά στην ανάπτυξη, αναβάλλοντας την προσαρμογή έως ότου ωριμάσει η ανάκαμψη και προχωρώντας σταδιακά σε μέτρα.