Η σημασία της εταιρικής ακεραιότητας στη μετά-covid εποχή βρέθηκε στο επίκεντρο διαδικτυακής συζήτησης που διοργάνωσε πρόσφατα η EY Ελλάδος, με συμμετοχή στελεχών ελληνικών επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με τα ευρήματα παγκόσμιας έρευνας, EY Global Integrity Report 2020, ποσοστό 90% των συμμετεχόντων εκτιμούν ότι η πανδημία δημιούργησε αυξημένο ρίσκο για την εμφάνιση περιστατικών ανήθικης συμπεριφοράς στις επιχειρήσεις. Πέραν της επιδείνωσης των οικονομικών δεδομένων, η έρευνα ανέδειξε τις διαταραχές που προκάλεσε η τηλεργασία στον παραδοσιακό τρόπο εργασίας (33%), τις διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού (28%), τις μειώσεις αποδοχών των εργαζομένων (24%) και τις περικοπές θέσεων εργασίας (22%), ως τους κορυφαίους κινδύνους κατά των πρακτικών ακεραιότητας και ηθικής συμπεριφοράς μιας επιχείρησης.
Σε αντίστοιχη ερώτηση, οι συμμετέχοντες στο webcast ανέφεραν ως τους πιο σημαντικούς κινδύνους για την ακεραιότητα της επιχείρησής τους, τις μειώσεις προσωπικού (53%) και τις διαταραχές που δημιουργήθηκαν στις αλυσίδες εφοδιασμού (48%), ενώ ως λιγότερο σημαντικές ιεράρχησαν την εξ αποστάσεως εργασία (36%) και τη μείωση των αποδοχών των εργαζομένων (27%).
Οι συμμετέχοντες στο webcast κλήθηκαν, επίσης, να διατυπώσουν τις απόψεις τους ως προς τα πιθανά οφέλη που επιφέρει η ενσωμάτωση διαδικασιών ακεραιότητας σε έναν οργανισμό.
Ως σημαντικότερα αναδεικνύονται, η ισχυρή εταιρική φήμη (80%) και η ελαχιστοποίηση του ρίσκου από αντιδράσεις που προέρχονται από τις αρχές και σχετικές νομικές διαδικασίες (73%). Ακολουθούν η βελτιστοποίηση των οικονομικών αποτελεσμάτων (43%) και η διατήρηση του καλύτερα καταρτισμένου εργατικού δυναμικού στην επιχείρηση (37%). Αντίστοιχα, στην παγκόσμια έρευνα κατατάσσεται, πάλι, πρώτη η ισχυρή εταιρική φήμη (50%), ενώ στη δεύτερη θέση βρίσκεται η προσέλκυση νέων πελατών (41%, σε αντίθεση με 21% σύμφωνα με τους συμμετέχοντες του webcast της EY Ελλάδος).
Η έρευνα συστήνει τρεις δράσεις για τη θωράκιση των επιχειρήσεων και την αύξηση της ανθεκτικότητάς τους έναντι των κινδύνων ακεραιότητας. Πιο συγκεκριμένα, οι δράσεις αυτές αφορούν:
– Την ενσωμάτωση και εμπέδωση μίας κουλτούρας εταιρικής ακεραιότητας, ως μέσο άμυνας σε φαινόμενα ανήθικης συμπεριφοράς.
– Τη δημιουργία συμμαχιών και σχέσεων εμπιστοσύνης με τρίτα μέρη, στη βάση αρχών ακεραιότητας.
– Την υιοθέτηση ηθικών κανόνων κατά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.
Η παγκόσμια έρευνα της EY αναδεικνύει την ύπαρξη διαφορετικών αντιλήψεων και προσεγγίσεων σχετικά με τα ζητήματα ακεραιότητας, όπως αυτές καταγράφονται σε διαφορετικές βαθμίδες της ιεραρχίας των επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, το 35% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι στην επιχείρησή τους, συχνά γίνονται ανεκτές ανήθικες συμπεριφορές, όταν τα άτομα που εμπλέκονται είναι ανώτερα ή υψηλόβαθμα στελέχη. Επιπλέον, το 46% πιστεύουν ότι υπάρχουν μεσαία διοικητικά στελέχη στην επιχείρησή τους, τα οποία θα θυσίαζαν την ακεραιότητα χάριν βραχυπρόθεσμου οικονομικού οφέλους, ποσοστό που αγγίζει το 51% για τα υψηλόβαθμα διοικητικά στελέχη.
Αντίστοιχα, οι συμμετέχοντες στο webcast της EY Ελλάδος, τοποθετήθηκαν ως προς τις βαθμίδες της ιεραρχίας μιας επιχείρησης, όπου θεωρούν ότι συναντάται μεγαλύτερη ανεκτικότητα σε πράξεις μη συμμόρφωσης ή σε ανήθικες πρακτικές. Πάνω από τους μισούς συμμετέχοντες (52%) κατέδειξαν τα υψηλόβαθμα διοικητικά στελέχη, ενώ σχεδόν ένας στους τρείς (31%) τους υπαλλήλους. Αισθητά λιγότεροι ανέφεραν τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου (12%) και τα διοικητικά στελέχη (6%).
Παράλληλα, τα στελέχη ελληνικών επιχειρήσεων μοιράστηκαν και την προσωπική τους άποψη σχετικά με την εταιρική κουλτούρα του οργανισμού τους. Είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό ότι η ευρεία πλειοψηφία (60%) υποστήριξε ότι τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και η διοίκηση ενεργούν με διαφάνεια και ακεραιότητα και ότι το μήνυμα αυτό περνά ξεκάθαρα, μέσα από τις διαδικασίες και τις πρακτικές της επιχείρησης, σε όλες τις βαθμίδες. Ένας στους τέσσερις συμμετέχοντες (24%) ανέφεραν ότι κάποιες παραβατικές ενέργειες υψηλόβαθμων στελεχών ή / και μελών του Διοικητικού Συμβουλίου γίνονται συχνά ανεκτές, ενώ το 16% ανέφεραν ότι τα μεσαία διοικητικά στελέχη δε συμμορφώνονται πάντα με τις διαδικασίες και πρακτικές ακεραιότητας της επιχείρησης, με σκοπό την ικανοποίηση δικού τους προσωπικού οικονομικού οφέλους.
Όπως διαπιστώνει η παγκόσμια έρευνα, σημαντικοί ηθικοί κίνδυνοι προκύπτουν από την αλληλεπίδραση μιας επιχείρησης με τρίτα μέρη, όπως προμηθευτές και πελάτες, καθώς και στο πλαίσιο συγχωνεύσεων και εξαγορών.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, μόλις το 34% των ερωτηθέντων παγκοσμίως αισθάνονται βέβαιοι ότι τα τρίτα μέρη – συμπεριλαμβανομένων των προμηθευτών, συνεργατών ή συμβούλων – συμμορφώνονται με τους σχετικούς νόμους, τους κώδικες συμπεριφοράς και τους κανονισμούς του εκάστοτε κλάδου στον οποίο δραστηριοποιούνται. Την ίδια ώρα, λιγότερο από το ένα τρίτο των επιχειρήσεων διεθνώς (31%) πραγματοποιούν ελέγχους δέουσας επιμέλειας (due diligence) σχετικά με τη φήμη και την ακεραιότητα των συνεργαζόμενων τρίτων μερών, και μόνο το ένα τέταρτο (25%) εφαρμόζει ελέγχους δωροδοκίας και διαφθοράς.
Η έρευνα αναδεικνύει, επίσης, τα εντεινόμενα ζητήματα ακεραιότητας που συνδέονται με τη διαχείριση προσωπικών δεδομένων και τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της σχετικής νομοθεσίας. Το 35% των ερωτηθέντων που συμμετείχαν στην παγκόσμια έρευνα, θεωρούν ότι η κείμενη νομοθεσία για την προστασία δεδομένων, αποτελεί εμπόδιο στην επιτυχία των επιχειρήσεων, ενώ 74% εκτιμούν ότι η εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής θα ενταθεί τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, 38% των εργαζομένων δηλώνουν ότι γνωρίζουν ελάχιστα ή καθόλου τη σχετική νομοθεσία, όπως ο GDPR, καθώς και τις ευθύνες τους στην επεξεργασία προσωπικών δεδομένων.