Το ράλι του Τραμπ, ένας εμπορικός πόλεμος και στη συνέχεια μια καταστροφική πανδημία: τα τέσσερα χρόνια μετά την εκλογική νίκη του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ το 2016 ήταν μια περίοδος που δεν υπάρχει όμοιά της για την αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά.
Μερικές ώρες μετά την απρόσμενη νίκη του Τραμπ τον Νοέμβριο του 2016, οι προσδοκίες για μαζικές μειώσεις φόρων και χαλάρωση του χρηματοπιστωτικού ρυθμιστικού πλαισίου πυροδότησαν ράλι στις μετοχές που οδήγησε τον S&P 500 σε άλμα κατά 5% σε ένα μήνα.
Η Wall Street συνέχισε αυτή την ανοδική της πορεία κατά τη διάρκεια ενός εμπορικού πολέμου αλλά και της παραπομπής του Αμερικανού προέδρου, ανεβαίνοντας σε νέα ιστορικά επίπεδα, ενώ στη συνέχεια ακολούθησε μια βαθιά βουτιά λόγω της πανδημίας του κορονοϊού που συνεχίζει να ταλανίζει την παγκόσμια οικονομία.
Ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος έχει διεκδικήσει τα εύσημα για την άνοδο, αναρτώντας πάνω από 150 μηνύματα στο Twitter για τη χρηματιστηριακή αγορά από τότε που εξελέγη, συχνά όταν οι μετοχές κατέγραφαν κέρδη.
Παρά την πρόσφατη μεταβλητότητα, η χρηματιστηριακή αγορά έχει σημειώσει σημαντική άνοδο κατά τη θητεία του Τραμπ, με τον S&P 500 να ενισχύεται πάνω από 50% από τις εκλογές του Νοεμβρίου του 2016, περισσότερο απ’ ό,τι τα τέσσερα χρόνια ύστερα από την πρώτη εκλογική νίκη του Δημοκρατικού Μπαράκ Ομπάμα το 2008.
Ο τεχνολογικός κλάδος έχει σημειώσει άλμα άνω του 150% από τις 8 Νοεμβρίου του 2016, μακράν ο κλάδος με τις ισχυρότερες επιδόσεις την περίοδο αυτή, ενώ ο ενεργειακός κλάδος έχει χάσει πάνω από το ήμισυ της αξίας του. Τα τέσσερα χρόνια μετά τη νίκη του Ομπάμα το 2008, ο κλάδος των εταιριών των μη απαραίτητων καταναλωτικών προϊόντων κατέγραψε άλμα 103% ενώ των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών υποχώρησε κατά 2%.
Η επίδοση του S&P 500 μετά την εκλογική νίκη του Τραμπ το 2016 ξεπέρασε επίσης τον μέσο όρο για τους προέδρους που έχουν εκλεγεί από τη δεκαετία του 1980 και ύστερα.
Συνολικά, η ισχυρότερη επίδοση της χρηματιστηριακής αγοράς από τη δεκαετία του 1980 ήταν υπό τον Δημοκρατικό πρόεδρο Μπιλ Κλίντον, ενώ η ασθενέστερη υπό τον Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο Τζορτζ Γ. Μπους.
Ωστόσο η πορεία της χρηματιστηριακής αγοράς κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες δεν αποτυπώνει εμφανή οφέλη από τους Ρεπουμπλικάνους έναντι των Δημοκρατικών προέδρων.
Ενώ η προεδρία του Τραμπ ήταν μια τρελή κούρσα για τους επενδυτές, άλλες προεδρικές θητείες είδαν μεγαλύτερη μεταβλητότητα. Η μεταβλητότητα της χρηματιστηριακής αγοράς από την έναρξη της δεκαετίας του 1980 ανήλθε σε υψηλό επίπεδο κατά τα τέσσερα χρόνια ύστερα από την πρώτη νίκη του Ομπάμα, πριν περιοριστεί κατά τη δεύτερη τετραετία του. Πράγματι, σημείωσε και πάλι μέτρια αύξηση υπό τον Ντόναλντ Τραμπ.
Γι’ αυτούς που αναζητούν μεγαλύτερα κέρδη μελλοντικά, μια νίκη του Τραμπ ίσως να είναι η επιθυμητή έκβαση. Σε μια ένδειξη ότι οι επενδυτές τάσσονται υπέρ της βεβαιότητας που προσφέρουν οι πρόεδροι τους οποίους ήδη γνωρίζουν, από τη δεκαετία του 1950 ο S&P 500 έχει κατά μέσο όρο ενισχυθεί κατά 9,6% τον χρόνο αφού εν ενεργεία πρόεδροι εξασφάλισαν την επανεκλογή τους, συγκριτικά με μέση άνοδο 4,8% τον χρόνο ύστερα από την εκλογή νέων προέδρων, σύμφωνα με την LPL Financial.
Η επίδοση του S&P 500 ίσως προβλέψει τον επόμενο πρόεδρο.
Από το 1944, οι εν ενεργεία πρόεδροι, ή οι πρόεδροι από κόμματα που ήδη ασκούσαν τη διακυβέρνηση, κέρδισαν τις εκλογές στο 82% των περιπτώσεων όταν ο S&P 500 ήταν θετικός τους τρεις ημερολογιακούς μήνες πριν από την ημέρα των εκλογών, σύμφωνα με τον Σαμ Στόβαλ, επικεφαλής ανάλυσης επενδύσεων στο CFRA στη Νέα Υόρκη.
Ο S&P 500 καταγράφει άνοδο μικρότερη του 1% από τις 31 Ιουλίου, με το μοτίβο αυτό μετά βίας να ευνοεί την νίκη του Τραμπ στις εκλογές της επόμενης εβδομάδας.
Ωστόσο, με την πανδημία του κορονοϊού, τη γονατισμένη οικονομία και τις συζητήσεις για τα μέτρα στήριξης απέναντι στην κρίση του κορονοϊού να βρίσκονται στο επίκεντρο της Wall Street, τα πρόσφατα κέρδη του S&P 500 ίσως είναι μια λιγότερο ακριβής αποτύπωση των απόψεων των επενδυτών για το αποτέλεσμα των φετινών εκλογών. Ο S&P 500 κατέγραψε βουτιά πάνω από 3% χθες, με τους επενδυτές να την αποδίδουν στην παγκόσμια αύξηση των κρουσμάτων κορονοϊού.
«Εάν η προσοχή της αγοράς επικεντρωθεί στην ανάκαμψη από την COVID, τότε αυτό μπορεί να προηγηθεί έναντι της διατήρησης της σημερινής κυβέρνησης», δήλωσε ο Στόβαλ.