Μερική αύξηση των επισφαλειών αναμένει για τη φετινή σχολική χρονικά ο κλάδος των φροντιστηρίων μέσης εκπαίδευσης, σύμφωνα με τη μελέτη της ICAP που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και παρουσιάζεται αυτή την ώρα σε διαδικτυακή εκδήλωση του επιμελητηρίου.
Ωστόσο, πέρα από τη δύσκολη συγκυρία που καλείται να αντιμετωπίσει η επιχειρηματική κοινότητα, ο συγκεκριμένος κλάδος καλείται να αντιμετωπίσει και τα διαχρονικά προβλήματα του αθέμιτου ανταγωνισμού αλλά και της ύπαρξη πολύ μεγάλου αριθμού φροντιστηρίων.
Στην ερώτηση της έρευνας για το ποιες είναι οι απαραίτητες ενέργειες που πρέπει να γίνουν από την Πολιτεία και από τα φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης ώστε ο κλάδος να καταγράψει ανοδική πορεία τα προσεχή έτη, oι απαντήσεις εστιάστηκαν ότι το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα φροντιστήρια είναι αυτό με την παράνομη διδασκαλία, καθώς το 92,2% έκρινε ότι είναι «πολύ» και «πάρα πολύ» σημαντικό η πολιτεία να επιβάλει αυστηρές κυρώσεις σε τέτοια φαινόμενα.
Την δεύτερη θέση με 84,9% κατέλαβε ο έλεγχος σε πλατφόρμες ιδιαιτέρων μαθημάτων, ενώ πολύ υψηλό ποσοστό έλαβε και η θέσπιση κουπονιού εκπαίδευσης (voucher) για τους οικονομικά αδύναμους μαθητές (82%).
Όσον αφορά τις ενέργειες που πρέπει να κάνουν τα ίδια τα φροντιστήρια, προκρίνεται από το 59,1% του δείγματος, η επέκταση των δραστηριοτήτων τους σε άλλους τομείς (π.χ. Κέντρα Δια Βίου Μάθησης, Μαθήματα Ρομποτικής, Παράδοση πανεπιστημιακών μαθημάτων, Παράδοση μαθημάτων Δημοτικού). Παρόμοιο σχεδόν ποσοστό (58%) έλαβε και η θέσπιση ελεγκτικών μηχανισμών πιστοποίησης – αδειοδότησης παρόχων διδασκαλίας από την πολιτεία που εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο ενεργειών που θα επιθυμούσαν τα φροντιστήρια να πραγματοποιεί το κράτος ώστε να διασφαλιστούν τα συμφέροντα του κλάδου.
Πάντως, παρά την δύσκολη συγκυρία της φετινής χρονιάς, σύμφωνα με εκτιμήσεις, μέχρι την έναρξη της σχολικής χρονιάς 2021/22 οι επιπτώσεις της πανδημίας θα έχουν αντιμετωπιστεί και πιθανότατα ξεπεραστεί. Σε αυτό το πλαίσιο οι εκτιμήσεις των ιδιοκτητών φροντιστηρίων που κάνουν λόγο για αύξηση του αριθμού των μαθητών που θα ξεπεράσει το 2% κρίνονται ως αρκούντως ρεαλιστικές.
Τα ευρήματα
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης ο κλάδος των φροντιστηρίων μέσης εκπαίδευσης χαρακτηρίζεται από την παρουσία πολύ μεγάλου αριθμού φροντιστηρίων διεσπαρμένων σε όλη την επικράτεια. Πολύ μεγάλες αποκλίσεις παρουσιάζει ο αριθμός των καθηγητών ανά φροντιστήριο μεταξύ των περιφερειών της χώρας σε σχέση με την περιφέρεια Αττικής ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των εταιρειών του ευρύτερου κλάδου της Ιδιωτικής Εκπαίδευσης κατατάσσεται στη ζώνη Υψηλού Πιστωτικού Κινδύνου σε ποσοστό 73,6% του δείγματος.
Συνοπτικά τα βασικά χαρακτηριστικά του κλάδου όπως προκύπτουν από τη μελέτη είναι τα εξής:
– Ο κλάδος των φροντιστηρίων μέσης εκπαίδευσης χαρακτηρίζεται από την παρουσία πολύ μεγάλου αριθμού φροντιστηρίων διεσπαρμένων σε όλη την επικράτεια. Ο αριθμός τους εκτιμάται ότι ξεπερνά τα 2.500 σε όλη την επικράτεια. Η μεγάλη διασπορά εδράζεται στο γεγονός ότι η ίδρυση ενός μικρού φροντιστηρίου δεν απαιτεί σημαντικό αριθμό προσωπικού, ούτε ιδιαίτερα μεγάλες κτηριακές εγκαταστάσεις. Τα τελευταία χρόνια όμως, παρατηρείται η επέκταση μεγάλων αλυσίδων φροντιστηρίων με τη μέθοδο franchising σε όλη την επικράτεια.
– Το χρόνιο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας αποτελεί πηγή περιορισμού της δυνητικής ζήτησης για τις υπηρεσίες του κλάδου.
– Το 80% των επιχειρήσεων του κλάδου διαθέτουν μόλις ένα εκπαιδευτήριο.
– Ο μέσος όρος των μαθητών ανά επιχείρηση ανέρχεται στους 122,5 μαθητές και ανά εκπαιδευτήριο στους 91 μαθητές.
– Οι ετήσιες συνολικές δαπάνες για φροντιστήρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εκτιμώνται σε 407,5 εκατ. ευρώ το 2019, ενώ των ιδιαιτέρων μαθημάτων στα 155 εκατ. ευρώ.
– Ο αριθμός των μαθητών που φοιτούν στα φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης τη τρέχουσα σχολική χρονιά 2019/2020 εκτιμάται ότι ανέρχεται σε περίπου 108.500.
– Η τάση συγκέντρωσης στον κλάδο είναι ακόμα ιδιαιτέρως μικρή, καθώς εκτιμάται ότι τα 5 μεγαλύτερα φροντιστήρια της χώρας κατέχουν αθροιστικά μερίδιο αγοράς που ανέρχεται στο 14%.
– Για την επόμενη σχολική χρονιά (2020/21) η εκτίμηση είναι ότι θα υπάρξει πτώση (-1,5% έως -2,5%) στον αριθμό των μαθητών που θα φοιτήσουν στα φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης, καθώς οι συνέπειες της πανδημίας του κορονοϊού θα είναι έντονα αισθητές σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο.
– Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τον κλάδο αποτελεί η εκπαιδευτική παραοικονομία (Ιδιαίτερα Μαθήματα, Οικοδιδασκαλεία), καθώς παραπάνω από 9 στα 10 φροντιστήρια (91,5%) θεωρούν ότι αποτελεί «πολύ» και «πάρα πολύ» σημαντικό πρόβλημα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των φροντιστηρίων το ποσοστό παραοικονομίας είναι ιδιαίτερο υψηλό και ανέρχεται στο 48%, δηλαδή περίπου 52.000 μαθητές παρακολουθούν ιδιαίτερα φροντιστηριακά μαθήματα μέσης εκπαίδευσης την τρέχουσα σχολική χρονιά. Όπως σημειώνεται, ο ανταγωνισμός που δέχεται ο κλάδος από τα ιδιαίτερα φροντιστηριακά μαθήματα είναι πολύ μεγάλος, λόγω της σημαντικής πτώσης των τιμών των ιδιαιτέρων μαθημάτων, που οφείλεται στα μεγάλα ποσοστά ανεργίας που παρατηρούνται στον κλάδο των εκπαιδευτικών.
– Η πλειοψηφία των φροντιστηρίων έχει ήδη προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και έχει ήδη υιοθετήσει νέες μορφές εκπαίδευσης e-learning, παρέχοντας εξ αποστάσεως φροντιστηριακά μαθήματα, με τη χρήση της Σύγχρονης και Ασύγχρονης Ψηφιακής Τηλεκπαίδευσης.
Δίδακτρα
Από την πρωτογενή έρευνα στα φροντιστήρια και σύμφωνα με τα στοιχεία που είναι αναρτημένα στο Παρατηρητήριο Διδάκτρων της γενικής γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή, διαπιστώνεται ότι τα ετήσια δίδακτρα για φροντιστηριακά μαθήματα στις τάξεις του Γυμνασίου κυμαίνονται από 600 έως 1.400 ευρώ.
Το ύψος των διδάκτρων αυξάνεται σημαντικά στις τάξεις του Λυκείου και κυμαίνεται από 1.500 έως 2.500 ευρώ για την Α' Λυκείου, από 1.700 έως 3.000 ευρώ για την Β' Λυκείου, ενώ στην Γ' Λυκείου ξεκινά από 2.200 ευρώ και σε πολλές περιπτώσεις προσεγγίζει τα 4.000 με 4.500 ευρώ.
Σαφέστατα εντοπίζονται σημαντικές αποκλίσεις στο ύψος των διδάκτρων που χρεώνει το εκάστοτε φροντιστήριο, με τα φροντιστήρια που εδρεύουν στην Αττική και την Θεσσαλονίκη να παρουσιάζουν συνήθως τα υψηλότερα δίδακτρα. Επίσης οι ώρες διδασκαλίας ανά εβδομάδα καθώς και ο αριθμός των μαθητών ανά τάξη επηρεάζουν σημαντικά το ύψος των διδάκτρων.