Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) αποτελούν το 45% του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δέκα μήνες μετά την εκδήλωση της πανδημίας, οι επενδυτές εμφανίζονται οριακά πιο αισιόδοξοι για το μέλλον των επενδύσεων στην Ευρώπη, παρά τις συνεχιζόμενες οικονομικές επιπτώσεις του COVID-19. Ενώ οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να περιορίζουν τα άμεσα επενδυτικά τους σχέδια στην περιοχή, το ποσοστό όσων εκτιμούν ότι η Ευρώπη θα αποτελεί έναν πιο ελκυστικό επενδυτικό προορισμό μετά το πέρας της πανδημίας, έχει αυξηθεί σε σχέση με τον Απρίλιο.
Έξι μήνες μετά την κυκλοφορία της πανευρωπαϊκής έρευνάς της, Attractiveness Survey Europe 2020, για την ελκυστικότητα της Ευρώπης ως επενδυτικού προορισμού, η EY διεξήγαγε επαναληπτική έρευνα μεταξύ 16-30 Οκτωβρίου, καταγράφοντας τις απόψεις στελεχών μεγάλων επιχειρήσεων με διεθνή παρουσία, με σκοπό να εξετάσει το πώς διαμορφώθηκε το επενδυτικό κλίμα στο διάστημα που μεσολάβησε.
Μείωση και αναβολή των επενδυτικών σχεδίων στην Ευρώπη για το 2020
Η οικονομική αβεβαιότητα που προκάλεσε η πανδημία, εξακολουθεί να οδηγεί τις επιχειρήσεις σε επανεξέταση της βιωσιμότητας των επενδυτικών τους σχεδίων. Ωστόσο, το ποσοστό των στελεχών που αναμένουν καθαρή μείωση των επενδύσεών τους, έχει περιοριστεί στο 42%, από 66% τον Μάιο, ενώ περισσότερα στελέχη εκτιμούν ότι τα επενδυτικά τους σχέδια θα αυξηθούν (10% από 0% τον Απρίλιο) ή θα παραμείνουν αμετάβλητα (17% από 11%). Παράλληλα, όμως, πολλοί από όσους σκόπευαν να μειώσουν τις επενδύσεις τους, δηλώνουν τώρα ότι απλώς θα τις καθυστερήσουν, με το ποσοστό αυτό να αυξάνεται στο 31%, από 23% τον Απρίλιο.
Με βάση τα στοιχεία αυτά, αναμένεται σημαντική μείωση του αριθμού των ΑΞΕ στην Ευρώπη για το 2020, σε σχέση με το ιστορικό ρεκόρ των 6.412 επενδυτικών έργων που ανακοινώθηκαν το 2019, με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη και την απασχόληση για όλη την ήπειρο.
Ενίσχυση της αισιοδοξίας για την ελκυστικότητα της Ευρώπης στον μετά-COVID-19 κόσμο
Πιο αισιόδοξοι εμφανίζονται οι επενδυτές ως προς την ελκυστικότητα της Ευρώπης στη μετά-COVID-19 εποχή. Ενώ τον Απρίλιο, ένας στους δυο επενδυτές (49%) εκτιμούσε ότι η Ευρώπη θα καταστεί λιγότερο ελκυστική στο μέλλον, το ποσοστό αυτό μειώθηκε σημαντικά τον Οκτώβριο, στο 27%. Αντίθετα, βελτίωση της ελκυστικότητας της περιοχής προβλέπει πλέον το 22% των επενδυτών, έναντι μόλις 8% τον Απρίλιο.
Στη μεταστροφή αυτή, καθοριστικό ρόλο πιθανότατα διαδραμάτισε η ανακοίνωση του Σχεδίου Ανάκαμψης για την Ευρώπη (Recovery plan for Europe) από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καταδεικνύοντας την αποφασιστικότητα των ευρωπαίων ηγετών να καταστήσουν την περιοχή πυλώνα σταθερότητας σε ένα αβέβαιο παγκόσμιο περιβάλλον.
Τα μέτρα στήριξης των εθνικών κυβερνήσεων φαίνεται να συνέβαλαν, επίσης, στη βελτίωση του κλίματος, με τους επενδυτές που συμμετείχαν στην έρευνα να αξιολογούν ως πιο αξιόπιστα και φιλικά προς τις επενδύσεις, τα προγράμματα ανάκαμψης της Γερμανίας (57%), της Γαλλίας (43%) και του Ηνωμένου Βασιλείου (37%) – κάτι που δεν αποτελεί ιδιαίτερη έκπληξη, αφού οι χώρες αυτές αντιπροσωπεύουν και τις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες στην Ευρώπη. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ίδιες τρεις χώρες επελέγησαν από τους επενδυτές ως οι πλέον ελκυστικοί προορισμοί για επενδύσεις το 2021.
Η Ελλάδα στον ευρωπαϊκό χάρτη επενδύσεων
Ενδιαφέροντα είναι και τα ευρήματα που αφορούν την Ελλάδα. Το 2% των ερωτηθέντων επενδυτών, κατονόμασαν την Ελλάδα μεταξύ των χωρών που πιστεύουν ότι θα αποδειχθούν ως οι πλέον ελκυστικές για τις επενδύσεις το 2021, ποσοστό συγκρίσιμο με χώρες που πρωταγωνιστούν στην προσέλκυση των ευρωπαϊκών ΑΞΕ, όπως η Σουηδία (3%) και η Ισπανία (4%).
Την ίδια ώρα, 4% ανέφεραν το ελληνικό πρόγραμμα ανάκαμψης ως ένα από τα πιο αξιόπιστα και φιλικά προς τις επενδύσεις στην Ευρώπη, ποσοστό υψηλότερο από εκείνο που συγκέντρωσαν η Ιρλανδία και η Ουγγαρία (3%), και συγκρίσιμο με τα ποσοστά χωρών, όπως η Τσεχία (5%), η Πολωνία και η Σουηδία (6%), οι οποίες αποτελούν σταθερούς πόλους έλξης επενδύσεων τα τελευταία χρόνια. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι υπόλοιπες χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας και της Ρουμανίας – χώρες που ανταγωνίζεται άμεσα η Ελλάδα στην προσέλκυση περιφερειακών επενδύσεων – συγκέντρωσαν χαμηλότερα ποσοστά.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας όσον αφορά την Ελλάδα, ο Παναγιώτης Παπάζογλου, Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, δήλωσε:
«Τα αποτελέσματα της επαναληπτικής πανευρωπαϊκής έρευνας της EY, επιβεβαιώνουν ότι τα θετικά ευρήματα των δυο τελευταίων σχετικών ερευνών μας για την Ελλάδα δεν ήταν τυχαία, και ότι η χώρα μας έχει αρχίσει να θεμελιώνει πλήρως τη θέση της στον χάρτη των επενδύσεων. Το γεγονός ότι, υπό αυτές τις δυσχερείς συνθήκες, και με δεδομένες τις επιδόσεις της μέχρι σήμερα, η Ελλάδα καταφέρνει να συγκεντρώνει συγκρίσιμα, ή ακόμη και μεγαλύτερα ποσοστά, από χώρες που αποτελούν παραδοσιακούς ανταγωνιστές της στην προσέλκυση επενδύσεων, καταδεικνύει ότι οι κινήσεις που έχουν γίνει από την Πολιτεία και τους αρμόδιους φορείς, ως προς την επενδυτική πολιτική, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.
Παρόλα αυτά, υπάρχουν τομείς με σαφή περιθώρια βελτίωσης, στους οποίους θα πρέπει να εστιάσουμε για να ενισχύσουμε περαιτέρω τη θετική δυναμική που έχει δημιουργηθεί, τους οποίους έχουμε, επίσης, αναδείξει μέσα από τις πρόσφατες έρευνές της EY για την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού».
Κάμψη της ανησυχίας για οικονομικές αναταράξεις στην επόμενη τριετία…
Με την πάροδο του χρόνου, φαίνεται να αποκαθίσταται μια σχετική αισιοδοξία για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας, με το 41% των επενδυτών που συμμετείχαν στην έρευνα, έναντι 24% τον Απρίλιο, να προβλέπουν επιστροφή σε κανονική λειτουργία της οικονομίας, έπειτα από μια περίοδο επανεκκίνησης. Αντίθετα, το ποσοστό όσων αναμένουν αυξημένη μεταβλητότητα εξαιτίας της επιβολής και αναστολής των επιμέρους lockdowns, μειώθηκε στο 41% από 55%. Μειωμένο στο 17% από 21%, είναι και το ποσοστό όσων εκτιμούν ότι η πανδημία θα οδηγήσει σε θεμελιώδη αρνητική μεταβολή του οικονομικού κλίματος.
…και της διάθεσης για δραστικές αλλαγές στις εφοδιαστικές αλυσίδες
Καθώς οι ασιατικές οικονομίες παρουσιάζουν πλέον σημάδια πρώιμης ανάκαμψης, οι επιχειρήσεις εμφανίζονται λιγότερο πρόθυμες να προχωρήσουν σε μια αναδιοργάνωση της εφοδιαστικής τους αλυσίδας, εξαιτίας του συνεπαγόμενου μεγάλου κόστους και της αναστάτωσης. Το ποσοστό των στελεχών που δηλώνουν ότι δεν προτίθενται να προχωρήσουν σε αλλαγές στις εφοδιαστικές αλυσίδες, εκτοξεύτηκε από το 2% στο 33%. Συγχρόνως, το ποσοστό όσων σχεδιάζουν να μειώσουν την εξάρτησή τους από μια κύρια αγορά, μειώθηκε από 61% στο 37%, και όσων σκοπεύουν να μεταφέρουν τις πηγές εφοδιασμού στην Ε.Ε. ή σε γειτονικές χώρες της Αφρικής, από 83% στο 37%.
Η έρευνα σημειώνει ότι παραμένει πιθανή η μετακίνηση επιλεγμένων κρίσιμων δραστηριοτήτων στην Ευρώπη, με στόχο τη μείωση της έκθεσης σε πιθανές μελλοντικές διαταραχές. Ωστόσο, μαζικές επενδύσεις στην Ευρώπη θα απαιτήσουν χρόνο και, ενδεχομένως, ισχυρότερα κίνητρα.
Η έρευνα διαπιστώνει, επίσης, ότι φαίνεται να υποχωρούν, σε σύγκριση με τον Απρίλιο, ορισμένες πρώτες αντιδράσεις στην πανδημία, ως προς τα κριτήρια επιλογής της χώρας προορισμού των επενδύσεων. Έτσι, η βαρύτητα και ο αντίκτυπος των εθνικών προγραμμάτων στήριξης της οικονομίας, που αναφερόταν ως καθοριστικός παράγοντας από το 80% των ερωτηθέντων τον Απρίλιο, υποχωρεί σήμερα στο 38%, ενώ ο βαθμός ενσωμάτωσης της τεχνολογίας από τους τους καταναλωτές, την κοινωνία και τον δημόσιο τομέα υποχωρεί αντίστοιχα, από το 71% στο 50%, και οι πολιτικές απέναντι στην κλιματική αλλαγή, από το 60% στο 39%. Στη θέση τους, ως κυρίαρχα κριτήρια επιλογής προορισμού των επενδύσεων, αναδεικνύονται τα μέτρα ασφάλειας και προστασίας που εφαρμόζονται για την πρόληψη μιας μελλοντικής μεγάλης κρίσης (54%), η δύναμη της εγχώριας αγοράς (52%), καθώς και η ρευστότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και η διαθεσιμότητα κεφαλαίου (51%).
Σταθερές οι εκτιμήσεις για τις νέες τάσεις που δημιουργεί η πανδημία
Η έρευνα του Απριλίου είχε αναδείξει τρεις σημαντικές τάσεις που δημιουργήθηκαν ή ενισχύθηκαν εξαιτίας της πανδημίας, οι οποίες εξακολουθούν να αναγνωρίζονται ως κυρίαρχες από τους επενδυτές μέχρι και σήμερα:
Η ενίσχυση της ψηφιακής πρόσβασης των καταναλωτών σε υπηρεσίες (63%, έναντι 55% τον Απρίλιο)
H έμφαση στην κλιματική αλλαγή και τη βιωσιμότητα (60% από 57%)
H υιοθέτηση τεχνολογιών που αυτοματοποιούν ανθρώπινες διεργασίες (51% από 82%)
Μια τέταρτη τάση, αυτή της αντιστροφής της παγκοσμιοποίησης, φαίνεται να υποχωρεί (37% από 56%), ενώ οι επενδυτές ανησυχούν πλέον περισσότερο για την κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων (21% από 3%).
Ο κος Παπάζογλου, συμπληρώνει:
«Τα ανανεωμένα ευρήματα της έρευνας επιβεβαιώνουν, σε μεγάλο βαθμό, όσα γνωρίζαμε από την Άνοιξη: η πανδημία θέτει σε κίνηση, ή ενισχύει, τάσεις που δημιουργούν σημαντικές ευκαιρίες για την Ελλάδα στον τομέα των επενδύσεων. Όλοι διαπιστώνουμε, ήδη, ότι η χώρα μας προσελκύει σήμερα το επενδυτικό ενδιαφέρον, γνωρίζουμε, όμως, ότι για να έχει διάρκεια η κατάκτηση αυτή, πρέπει να συνεχιστούν απρόσκοπτα και με ευρεία στήριξη, οι διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν δρομολογηθεί, αλλά και η βελτίωση του brand "Ελλάδα».