Οι εκτιμήσεις για τις επενδύσεις, το ΑΕΠ, αλλά και τους δημοσιονομικούς κινδύνους το 2021

Η προοπτική πρόσβασης στα κεφάλαια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, από το δεύτερο εξάμηνο του 2021, δύναται να ενισχύσει σημαντικά την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας. Οι επενδύσεις που αναμένεται να πραγματοποιηθούν θα κατευθυνθούν κυρίως στην πράσινη και στην ψηφιακή ανάπτυξη.

Τη σχετική μελέτη εκπόνησε η διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank, επισημαίνοντας ότι «η πανδημική κρίση επιτάχυνε ραγδαία εξελίξεις που είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται νωρίτερα, υποχρέωσε τα οικονομικά επιτελεία των κυβερνήσεων όλων των χωρών να ακολουθήσουν πρωτόγνωρες και σχεδόν αιρετικές, μερικούς μήνες πριν την πανδημία, πολιτικές παρέμβασης και, τέλος, οδήγησε στην ανάληψη συντονισμένων πρωτοβουλιών από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στους τομείς της υγείας και της οικονομίας, τις οποίες ουδείς ανέμενε τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον».

Με βάση τα ευρήματα της μελέτης, συνολικά, κατά την περίοδο 2021-2026, η ελληνική οικονομία αναμένεται να ωφεληθεί με 32 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 19,3 δισ. ευρώ αφορούν επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ αφορούν δάνεια με ευνοϊκό επιτόκιο και όρους. Ειδικά για το 2021, αναμένεται να αντληθούν με τη μορφή επιχορηγήσεων 2,6 δισ. ευρώ περίπου από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility, RRF) και 1,6 δισ. ευρώ, από την πρωτοβουλία REACT-EU , καθώς και 1,3 δισ. ευρώ με τη μορφή δανείων.

Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού του 2021, τα κονδύλια του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας εκτιμάται ότι θα κατευθυνθούν σε επενδύσεις κατά ποσοστό 70% της συνολικής κατανομής επιχορηγήσεων και δανείων για το έτος. Οι θετικές επιδράσεις του προγράμματος αναμένεται ότι θα είναι άμεσες, οι οποίες θα προκύψουν ως αποτέλεσμα των επενδύσεων που θα πραγματοποιηθούν, αλλά και έμμεσες, μέσω των πολλαπλασιαστών της κατανάλωσης αλλά και των επενδύσεων.

Στην μελέτη επισημαίνεται μεταξύ άλλων ότι η έγκαιρη απορρόφηση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί ένα ακόμη καταλύτη για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας και μπορεί να οδηγήσει τις πραγματικές επενδύσεις να προσεγγίσουν τη συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ το 2021.

Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού, οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν με ετήσιο ρυθμό της τάξης του 23,2% και σε συνδυασμό με την αναμενόμενη αύξηση στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα αποτελέσουν τις ισχυρότερες συνιστώσες της αύξησης του ΑΕΠ την επόμενη χρονιά.

Η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας, κατά το τρέχον έτος, αλλά και τα μέτρα που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση με σκοπό την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας, όπως οι αναστολές πληρωμών φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, η μείωση της προκαταβολής του φόρου εισοδήματος αλλά και η παροχή αποζημίωσης ειδικού σκοπού, προς τους εργαζόμενους των κλάδων που έχουν πληγεί από την πανδημία, η στήριξη των ανέργων κ.λπ., είχαν σημαντική επίπτωση και στα δημοσιονομικά μεγέθη της οικονομίας.

Στο ερώτημα κατά πόσο αυτή η προσπάθεια έχει οδηγήσει σε αύξηση των δημοσιονομικών κινδύνων, οι αναλυτές επισημαίνουν ότι το φαινόμενο των ελλειμματικών δημοσιονομικών ισοζυγίων, για το 2020 και των ελλειμματικών προϋπολογισμών, για το επόμενο έτος, συνιστά παγκόσμιο φαινόμενο.

Παρά την επιδείνωση του οικονομικού κλίματος, λόγω της πανδημίας και την αύξηση του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ το 2020, οι αποδόσεις των χρεογράφων της ελληνικής κυβέρνησης παρέμειναν σε πτωτική τάση, αντικατοπτρίζοντας το ευνοϊκό προφίλ του ελληνικού χρέους που χαρακτηρίζεται από χαμηλές χρηματοδοτικές ανάγκες, για τα επόμενα δύο χρόνια, μια μακρά μέση περίοδο λήξης και σταθερά επιτόκια.

Η ζήτηση για ελληνικά ομόλογα από τους διεθνείς επενδυτές παραμένει υψηλή, καθώς η χώρα διαθέτει ακόμη ένα σημαντικό απόθεμα ρευστότητας, ενώ, παράλληλα, στηρίζεται από το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, εξαιτίας της πανδημίας της ΕΚΤ, αναφέρει η μελέτη.