Στα 7,74 δισ. ευρώ φθάνουν τα δάνεια για τα οποία εκκρεμεί η υπαγωγή τους ή μη, στο νόμο “Κατσέλη” (ν.3869/2010). Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι το ποσοστό αυτό των δανειοληπτών, το οποίο αντιστοιχεί στο 13,2% του συνολικού υπολοίπου των μην εξυπηρετούμενων δανείων, παραμένει υψηλό.
Πρόκειται για περίπου 37.000 υποθέσεις, οι οποίες μετά την αλλαγή του νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά (η οποία ψηφίστηκε στα μέσα Νοεμβρίου) θα δικαστούν σε διάστημα περίπου 12 μηνών, έως το τέλος του 2021. Η συγκεκριμένη διάταξη πέρασε από πολλά «δικονομικά κύματα» μέχρι να κριθεί ομοφώνως συνταγματική από την Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Με το νέο νόμο προβλέπεται ότι οι δίκες αυτές στο ακροατήριο θα γίνονται μόνον όταν το κρίνει σκόπιμο ο ειρηνοδίκης. Στην αντίθετη περίπτωση θα δικάζονται με την ανταλλαγή και υποβολή εγγράφων.
Από τα δάνεια αυτά που βρίσκονται σε εκκρεμότητα, τα περίπου 5,5 δισ. ευρώ είναι στεγαστικά που συνδέονται με πρώτη κατοικία (ποσοστό 27,1%), ενώ αυτά που αφορούν σε καταναλωτικά δάνεια φθάνουν τα 1,23 δισ. ευρώ (17,4%). Τα υπόλοιπα από τα δάνεια αυτής της κατηγορίας αφορούν νομικά πρόσωπα που εμπίπτουν στο ν.4307/2014.
Παράλληλα οι τράπεζες προχωρούν σε ρυθμίσεις οφειλών, καθώς όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΤτΕ Σεπτεμβρίου 2020, το υπόλοιπο των κόκκινων δανείων που συνδέονταν με ρυθμίσεις ανερχόταν σε 20,7 δισ. ευρώ (δηλ. περίπου 35,2% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων).
Επισημαίνεται ότι υψηλό ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης εμφάνισαν και πάλι καθυστέρηση μετά τη συνομολόγηση της ρύθμισης. Μάλιστα, στο 20,9% των μακροχρόνιων ρυθμίσεων και στο 59,4% των βραχυχρόνιων ρυθμίσεων η καθυστέρηση εμφανίζεται μόλις ένα τρίμηνο μετά την εφαρμογή της ρύθμισης.
Τα εν λόγω ποσοστά αυξάνονται σε 35,1% και 82,2% αντίστοιχα σε χρονικό ορίζοντα ενός έτους από την εφαρμογή της ρύθμισης. Δεδομένης της επίδρασης της πανδημίας, εκτιμάται ότι σημαντικό ποσοστό από τα δάνεια αυτά θα καταγραφεί ως μη εξυπηρετούμενα κατά τη διάρκεια του 2021.