Ανοδικά κινείται για δεύτερη διαδοχική ημέρα το αμερικανικό χρηματιστήριο λίγες ώρες πριν την ορκωμοσία του νέου Αμερικανού Προέδρου Τζο Μπάιντεν, την ώρα που μια σειρά ισχυρών εταιρικών αποτελεσμάτων ενισχύουν το επενδυτικό αίσθημα στην αγορά.
Ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones κερδίζει 112 μονάδες ή 0,36% στις 31.042 μονάδες, ενώ ο S&P 500 ενισχύεται κατά 26 μονάδες ή 0,71% στις 3.825 μονάδες. Ο τεχνολογικός Nasdaq κερδίζει 165 μονάδες ή 1,25% στις 13.362 μονάδες.
Οι δείκτες της αμερικανικής αγοράς έκλεισαν με κέρδη την Τρίτη, πλησιάζοντας τα προηγούμενα ιστορικά τους υψηλά, καθώς οι επενδυτές παραμένουν αισιόδοξοι ότι ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου θα περάσει σύντομα από το Κογκρέσο το πακέτο στήριξης των 1,9 δισ. δολ. που έχει παρουσιάσει για την τόνωση της αμερικανικής οικονομίας.
Η επενδυτική προσοχή στρέφεται σήμερα στα τελευταία αποτελέσματα τριμήνου από κολοσσούς της αμερικανικής οικονομίας όπως η UnitedHealth, η Procter & Gamble, η U.S. Bancorp και η Morgan Stanley. Χθες το βράδυ ανακοίνωσε τα εταιρικά της μεγέθη και η Netflix, με τον κολοσσό του streaming να ξεπερνά το ορόσημο των 200 εκατ. χρηστών. Η μετοχή κάνει άλμα άνω του 13%.
Στο μεταξύ, στην Ουάσινγκτον η τελετή ορκωμοσίας του Τζο Μπάιντεν αναμένεται να πραγματοποιηθεί εν μέσω πρωτοφανών μέτρων ασφαλείας μετά τα θλιβερά γεγονότα στην αμερικανική πρωτεύουσα με την εισβολή οπλισμένων οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου.
Ο Μπάιντεν έχει ξεκαθαρίσει ότι βασική προτεραιότητα για τις πρώτες εβδομάδες της προεδρίας του είναι το Κογκρέσο να ψηφίσει το πακέτο στήριξης της οικονομίας ύψους 1,9 τρισ. δολ. που έχει στόχο να θέσει υπό έλεγχο την πανδημία και να προσφέρει άμεση ανακούφιση στα αμερικανικά νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Το σχέδιό του προβλέπει, μεταξύ άλλων, δαπάνες περίπου 400 δισ. δολαρίων για την εφαρμογή μέτρων που σχετίζονται με την αντιμετώπιση του κορονοϊού, στα οποία περιλαμβάνεται ένα εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού των Αμερικανών και ένα εκτεταμένο πρόγραμμα διεξαγωγής διαγνωστικών ελέγχων.
Προβλέπει επίσης έναν νέο γύρο επιταγών προς τα αμερικανικά νοικοκυριά, πρόσθετα ομοσπονδιακά επιδόματα ανεργίας, καθώς και οικονομική στήριξη ύψους 350 δισ. δολαρίων για τις πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις.