Η πανδημία του κορoνοϊού (και της ασθένειας COVID-19) είναι μια διαταραχή που συνοδεύεται από υψηλή αβεβαιότητα, σημειώνουν οι αναλυτές της Eurobank, στο εβδομαδιαίο δελτίο τους "7 Ημέρες Οικονομία".
Όπως αναφέρουν, ναι μεν το τοπίο δεν είναι τόσο ομιχλώδες όσο ήταν πριν από περίπου έναν χρόνο, ωστόσο, ακόμα και σήμερα που έχει εφευρεθεί το εμβόλιο και παράγεται μαζικά, που έχει σημειωθεί πρόοδος στο πεδίο της φαρμακευτικής αγωγής, η εξέλιξη της πανδημίας δύναται να έχει διακυμάνσεις.
Επί παραδείγματι, τι ένταση και τι διάρκεια θα έχει το 3ο κύμα; Τι ποσοστό του πληθυσμού στην Ελλάδα και το εξωτερικό θα έχει εμβολιαστεί μέχρι το καλοκαίρι; Ποια θα είναι η επίδραση των μεταλλάξεων του ιού στην εξέλιξη της πανδημίας; Οι διακυμάνσεις στο μέτωπο του COVID-19 επηρεάζουν έντονα μια οικονομία σαν την ελληνική που ένα σημαντικό τμήμα του δυναμικού της επικεντρώνεται στην παραγωγή-παροχή τουριστικών υπηρεσιών.
Είναι αυτονόητο ότι κλάδοι όπως ο τουρισμός, που προϋποθέτει τη μετακίνηση ταξιδιωτών από τη μια χώρα στην άλλη, αλλά και τα συμπληρωματικά σε αυτόν προϊόντα και υπηρεσίες, παρουσιάζουν αυξημένη ευαισθησία στην υγειονομική κρίση.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις προαναφερθείσες παρατηρήσεις, οι εκτιμήσεις για την πορεία των μακροοικονομικών μεταβλητών στην Ελλάδα (και όχι μόνο) υπόκεινται σε αυξημένο βαθμό αβεβαιότητας. Αυτό αναφέρεται και στις χειμερινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύτηκαν την περασμένη εβδομάδα. Συγκεκριμένα, ο πραγματικός ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης στην Ελλάδα εκτιμάται ότι διαμορφώθηκε στο -10,0% το 2020 (-6,8% στην Ευρωζώνη), ενώ για τα έτη 2021 και 2022 προβλέπεται αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της τάξης του 3,5% και 5,0% αντίστοιχα (3,8% το 2021 και το 2022 για την Ευρωζώνη).
Στο Σχήμα 1, οι αναλυτές της Eurobank παρουσιάζουν την εξέλιξη των προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα από τον χειμώνα 2019 μέχρι τον χειμώνα 2021. Πριν το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβλεπε επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσης στο 2,4% το 2020 από 1,9% το 2019, και επιβράδυνση στο 2,2% το 2021.
Το τελευταίο στοιχείο αντικατόπτριζε την επαναλαμβανόμενη αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να ξεφύγει από τους χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης. Μετά το ξέσπασμα της πανδημίας οι προβλέψεις για την πορεία των οικονομιών διεθνώς αναθεωρήθηκαν έντονα επί τα χείρω. Στις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (άνοιξη 2020) η αρχική εκτίμηση για την ύφεση στην Ελλάδα το 2020 ήταν στο -9,7%, οριακά καλύτερα από την πιο πρόσφατη εκτίμησή της στο -10,0% (χειμώνας 2021).
Η τελευταία αναθεωρήθηκε επί τα χείρω κατά μια ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με την αντίστοιχη του φθινοπώρου 2020 καθότι ενσωμάτωσε την αναμενόμενη αρνητική επίδραση του 2ου lockdown στα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών του 4ου τριμήνου 2020.
Πίνακας 1: Ελλάδα – Τριμηνιαίος και Ετήσιος Ρυθμός Μεταβολής του Πραγματικού ΑΕΠ
Σημείωση: το άθροισμα των τριμηνιαίων ρυθμών μεταβολής των τριμήνων Qt-3, Qt-2, Qt-1 και Qt προσεγγίζει σε ικανοποιητικό βαθμό τον ετήσιο ρυθμό μεταβολής του τριμήνου Qt, δηλαδή του τελευταίου τριμήνου στη σειρά. Επί παραδείγματι, το άθροισμα των τριμηνιαίων ρυθμών μεταβολής των τριμήνων 2019Q4, 2020Q1, 2020Q2 και 2020Q3 ισούται με 0,47% + 0,13% + (-14,15%) + 2,29% = -11,25%. Το εν λόγω μέγεθος προσεγγίζει ικανοποιητικά τον ετήσιο ρυθμό μεταβολής του 2020Q3 που είναι ίσος με -11,65%.
Η αβεβαιότητα που συνοδεύει τη διαταραχή της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 αποτυπώνεται κυρίως στην εξέλιξη των προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την πορεία της οικονομίας το 2021. Από το αρχικό σενάριο για ανάκαμψη 7,9% το 2021 η τελευταία εκτίμηση τοποθετεί την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στο 3,5% και μεταθέτει την επιτάχυνση για το 2022 με ρυθμό της τάξης του 5,0%. Η πρόβλεψη για σχετικά ήπια ανάκαμψη το 2021 εξηγείται από τον 3ο γύρο των περιοριστικών μέτρων και από την εκτιμώμενη μερική ανάκτηση των τουριστικών εσόδων του 2019.
Το 3ο lockdown που δύναται να χαρακτηριστεί ως η συνέχεια του 2ου με μεγαλύτερη ένταση, αναμένεται να έχει αρνητικές συνέπειες στα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών του 1ου τριμήνου 2021 με αποτέλεσμα η ετήσια ύφεση του 1ου τρίμηνου 2021 να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα. Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στις προαναφερθείσες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν έχει ενσωματωθεί η θετική επίδραση στους μακροοικονομικούς δείκτες της Ελλάδας από την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Αυτό το στοιχείο ενδέχεται να διαφοροποιήσει σημαντικά την επίδοση της οικονομίας στο 2ο εξάμηνο 2021 σε σχέση με το 1ο εξάμηνο 2021.
Μειωμένα κατά 7,4% σε σχέση με τον στόχο τα φορολογικά έσοδα τον Ιανουάριο 2021
Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού (ΚΠ), σε τροποποιημένη ταμειακή βάση, τον Ιανουάριο 2021, το πρωτογενές αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε έλλειμμα ύψους €1.473 εκατ., έναντι στόχου για πρωτογενές έλλειμμα €1.031 εκατ. (που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα του 2021 στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2021) και πρωτογενούς πλεονάσματος €495 εκατ. την ίδια περίοδο του 2020. Το ισοζύγιο ΚΠ παρουσίασε έλλειμμα ύψους €1.561 εκατ. έναντι στόχου για έλλειμμα €1.091 εκατ. (ήτοι χαμηλότερο έλλειμμα κατά €470 εκατ.) και έναντι ελλείμματος €768 εκατ. για το αντίστοιχο διάστημα του 2020.
Αναλυτικότερα, για τον μήνα Ιανουάριο 2021, τα καθαρά έσοδα ΚΠ διαμορφώθηκαν σε €3.848 εκατ., παρουσιάζοντας μείωση σε σχέση με το στόχο των €4.660 εκατ. κατά €812 εκατ. (ή κατά 17,4%). Η εν λόγω απόκλιση οφείλεται α) στα μειωμένα φορολογικά έσοδα κατά €295 εκατ. (ή κατά 7,4%), λόγω της αρνητικής επίδρασης από τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση του δεύτερου κύματος της πανδημίας και β) στα σημαντικά μειωμένα έναντι του στόχου έσοδα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) κατά €615 εκατ. (ή κατά 81%).
Από την πλευρά των δαπανών, για το μήνα Ιανουάριο 2021, καταγράφηκε συγκράτηση έναντι του στόχου της τάξης των €342 εκατ. (τροποποιημένη ταμειακή βάση, €5.409 εκατ. σε σύγκριση με τον στόχο των €5.751 εκατ.). Με αντίρροπο χαρακτήρα κινήθηκε το σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, παρουσιάζοντας αύξηση σε σχέση με τον στόχο κατά €597 εκατ.
Τα κυριότερα μέτρα κατά της πανδημίας για τον μήνα Ιανουάριο ανέρχονται σε €1.312 εκατ. και συνοψίζονται στα εξής:
α) στη δαπάνη αποζημίωσης ειδικού σκοπού λόγω της πανδημίας του COVID-19 (μισθωτών) ύψους €386 εκατ., η οποία πληρώθηκε από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (κατηγορία μεταβιβάσεων),
β) στην επιστρεπτέα προκαταβολή ύψους €167 εκατ. από την κατηγορία των μεταβιβάσεων και €740 εκατ. από το ΠΔΕ,
γ) στην κρατική αποζημίωση εκμισθωτών ύψους €19 εκατ., λόγω μειωμένων μισθωμάτων που λαμβάνουν.