Απώλειες έως και 15% κατέγραφε νωρίτερα έναντι του δολαρίου η τουρκική λίρα, μετά την απόφαση του προέδρου της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν να απολύσει τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας της χώρας, τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου, με αποτέλεσμα να εξανεμιστεί μεγάλο μέρος των κερδών του τουρκικού νομίσματος το τελευταίο τετράμηνο.
Η πτώση φέρνει τη λίρα κοντά στα ιστορικά χαμηλά της, της 6ης Νοεμβρίου, μία ημέρα πριν τον διορισμό του τέως -πλέον- διοικητή Naci Agbal στη θέση του κεντρικού τραπεζίτη της Τουρκίας. Στις 09:12 π.μ. ώρα Ελλάδος, η λίρα κινούνταν στις 7,8645 λίρες ανά δολάριο στην Κωνσταντινούπολη, ενώ νωρίτερα είχε φτάσει να διαπραγματεύεται στις 8,4707 λίρες τις πρώτες πρωινές ώρες των συναλλαγών στην Ασία.
Η απόφαση της απόλυσης του Agbal, ο οποίος επιχείρησε την ανάκτηση της αξιοπιστίας της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας με αύξηση επιτοκίων προς έλεγχο του πληθωρισμού, θεωρείται σημάδι ότι η χώρα θα κινηθεί γρήγορα προς νέα μείωση επιτοκίων. Πριν τον διορισμό Agbal, επενδυτές ασκούσαν έντονη κριτική στη νομισματική πολιτική της τουρκικής κεντρικής τράπεζας, θεωρώντας ότι χαλαρώνει ταχύτατα τη νομισματική της πολιτική και αργεί πολύ να ανταποκριθεί στους κινδύνους, με παράδειγμα τον Αύγουστο του 2020, όταν η λίρα απώλεσε το ένα τέταρτο της αξίας της.
Η πολιτική Agbal, με την αύξηση επιτοκίων, είχε καταστήσει την τουρκική λίρα το νόμισμα με την καλύτερη επίδοση μεταξύ εκείνων των αναδυόμενων αγορών, προσελκύοντας κεφάλαια στις τουρκικές αγορές.
Ο αντικαταστάτης του Agbal, Sahap Kavcioglu, δεσμεύτηκε το Σάββατο να κάνει χρήση μέσων νομισματικής πολιτικής προκειμένου να πετύχει μόνιμη σταθερότητα τιμών. Συμπλήρωσε δε ότι η επόμενη συνεδρίαση της επιτροπής νομισματικής πολιτικής της τράπεζας θα διεξαχθεί κανονικά με βάση το πρόγραμμα και όχι εκτάκτως.
Ο Kavcioglu είναι καθηγητής Τραπεζικής στο Πανεπιστήμιο του Μαρμαρά στην Κωνσταντινούπολη και αρθρογράφος στη φιλοκυβερνητική Yeni Safak. Η εφημερίδα άσκησε κριτική στην τελευταία αύξηση των επιτοκίων κατά 200 μονάδες βάσης στο πρωτοσέλιδό της την Παρασκευή, σημειώνοντας ότι ευνοεί κυρίως «όσους, με έδρα το Λονδίνο, διαθέτουν ζεστό χρήμα» και όχι τα 83 εκατομμύρια των Τούρκων πολιτών.
Σε άρθρο του στις 9 Φεβρουαρίου, ο Kavcioglu χαρακτήρισε «λυπηρό» αρθρογράφοι, τραπεζίτες και εργοδοτικές οργανώσεις να βλέπουν την οικονομική σταθερότητα να έρχεται μέσω υψηλών επιτοκίων, την ώρα που άλλες χώρες διατηρούν τα επιτόκια σε αρνητικό έδαφος, ενώ παράλληλα «αγκάλιασε» την ανορθόδοξη οικονομική θεωρία του αρχηγού του τουρκικού κράτους ότι τα αυξανόμενα επιτόκια «ανοίγουν τον δρόμο για άνοδο του πληθωρισμού».
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι, όπως σημειώνει το πρακτορείο Bloomberg, θεωρούν ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή ότι η αύξηση επιτοκίων αποτελεί μέσο ελέγχου του πληθωρισμού.
Μαζικές πωλήσεις του τουρκικού νομίσματος με το άνοιγμα των αγορών στην Ασία ξεπέρασαν τη δυνατότητα των κρατικών τραπεζών της Τουρκίας να στηρίξουν το νόμισμα, σύμφωνα με trader συναλλάγματος τον οποίο επικαλείται το Bloomberg.
Ο υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας Lutfi Elvan ανέφερε ότι η χώρα θα συνεχίσει να κινείται στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς στο πεδίο των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Η κυβέρνηση θα συνεχίσει να έχει ως προτεραιότητα τη σταθερότητα των τιμών και η δημοσιονομική πολιτική θα συμπληρώνει τη νομισματική στην προσπάθεια ελέγχου του πληθωρισμού, δήλωσε νωρίτερα σήμερα.
Το 2020, οι τουρκικές τράπεζες δαπάνησαν άνω των 100 δισ. δολ. εκ των συναλλαγματικών αποθεμάτων της χώρας για τη στήριξη του νομίσματος, σύμφωνα με έκθεση της Goldman Sachs.