Σε προσεκτική αλλά τολμηρή απόφαση διαγραφής ιδιωτικού χρέους που δεν είναι εισπράξιμη θα πρέπει να προχωρήσει το Δημόσιο, σε συνδυασμό με σύγχρονα εργαλεία για βιώσιμες ρυθμίσεις και εκμετάλλευση της συγκυρίας για ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 3% ετησίως. Αυτό πρότεινε σε ομιλία του ο πρόεδρος της Granth Thornton σε συνέδριο της ΕΣΕΕ, όπου παρουσίασε τα χαρακτηριστικά της οικονομίας και του ιδιωτικού τομέα στο σημείο της επανεκκίνησης.
Ο κ. Καραμούζης εκτίμησε ότι η σταδιακή πορεία επιστροφής στην κανονικότητα θα ξεκινήσει το δεύτερο εξάμηνο του 2021, αλλά με δυσμενέστερα δεδομένα εκκίνησης σε σχέση με το 2019. Σύμφωνα με τον κ. Καραμούζη:
Το δημόσιο χρέος θα επιβαρυνθεί με τουλάχιστον 35 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας το 210% του ΑΕΠ στο τέλος του γ’ τριμήνου 2021. Κύρια πηγή επιβάρυνσης τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης επιχειρήσεων και νοικοκυριών ύψους 27 δισ. και η δραματική μείωση των δημοσιονομικών εσόδων λόγω της ύφεσης.
Το ΑΕΠ θα συρρικνωθεί 30 δισ. πριν αρχίσει η ανάκαμψη της οικονομίας
Ο ιδιωτικός επιχειρηματικός τομέας θα επιβαρυνθεί με επιπρόσθετες υποχρεώσεις, ύψους κατ’ εκτίμηση 16 δισ., όπου συμπεριλαμβάνονται νέα δάνεια 8 δισ., επιστρεπτέα προκαταβολή 4-5 δισ. (υποθέτοντας 50% διαγραφή επιστρεπτέας προκαταβολής) και 8,3 δισ. συνολικά από αναστολή πληρωμής φόρων, ασφαλιστικών εισφορών, τόκων και χρεολυσίων.
Σε ό,τι αφορά στη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα, ο κ. Καραμούζης σημείωσε ότι οι τράπεζες παραμένουν επιφυλακτικές ως προς τη χρηματοδότηση των μικρών επιχειρήσεων και των επαγγελματιών λόγω της ισχυρής τάσης αποφυγής ανάληψης κινδύνων υπό την επήρεια του γεγονότος, ότι οι μη εξυπηρετούμενες υποχρεώσεις στις παραπάνω κατηγορίες δανείων ήταν πολύ υψηλές στο παρελθόν, πάνω από 50% του συνόλου
Όσον αφορά το ύψος και τη διαμόρφωση του ληξιπρόθεσμου ιδιωτικού χρέους, το Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών της ΕΣΕΕ το υπολογίζει σε 233,7 δισ ευρώ.
Οι τράπεζες έχουν σχηματίσει προβλέψεις για επισφαλή δάνεια στην Ελλάδα ύψους κοντά στα 35 δισ. Θα πρέπει οι τράπεζες να αξιοποιήσουν σύντομα το παραπάνω απόθεμα για την απομείωση των υποχρεώσεων ιδιωτών, στο πλαίσιο βιώσιμων ρυθμίσεων και αναδιαρθρώσεων των ληξιπρόθεσμων οφειλών επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Επί της ουσίας, το ιδιωτικό χρέος πληρωτέο είναι μικρότερο κατά 35 δισ και η ταχύτατη χρήση των υφιστάμενων προβλέψεων που έχουν σχηματιστεί, έχει μηδενικό κοινωνικό και οικονομικό κόστος, εκτός των πιθανών προβλημάτων κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών που μπορεί να προκαλέσει αυτή την επιτάχυνση χρήση τους.
Στο πλαίσιο αυτό, η ΑΑΔΕ εκτιμά επίσης ότι το πραγματικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο είναι όσον αφορά τις οφειλές προς το Δημόσιο σε 83,6 δισ.
«Άρα, είναι θέμα πολιτικής να τολμήσει το Δημόσιο να μελετήσει και με αξιοποίηση εξειδικευμένων συμβούλων, να διαγράψει τις μη εισπράξιμες απαιτήσεις, το θέμα που πιθανά θα προκύψει είναι το πως αυτή η πρωτοβουλία επιδρά στο δημόσιο χρέος», σημείωσε ο κ. Καραμούζης και συμπλήρωσε: «το Δημόσιο οφείλει να κάνει γενναίες ρυθμίσεις και απομειώσεις απαιτήσεων σε περιπτώσεις βιώσιμων σχεδίων εξυγίανσης, οφειλών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, επί τη βάση του νομικού πλαισίου, σε συνεργασία με άλλους πιστωτές επιχειρήσεων και νοικοκυριών, ιδιαίτερα αν οι απαιτήσεις δεν καλύπτονται με εμπράγματες εξασφαλίσεις ουσίας».
Μάλιστα ανέφερε το εξής παράδειγμα: Σε πάνω από 100 αποφάσεις των δικαστηρίων σε σχέση με την εφαρμογή του νόμου 106 για την εξυγίανση επιχειρήσεων, το Δημόσιο τοποθετήθηκε αρνητικά σχεδόν σε όλες τις ρυθμίσεις, ενώ πρόσφατα δέχεται στο ίδιο νομικό πλαίσιο, μόνο πολύμηνες ρυθμίσεις των οφειλών σε βάθος χρόνου.
Άρα, είναι κρίσιμο θέμα πολιτικής η αποδοχή από το Δημόσιο της πρακτικής διαγραφών ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων στο πλαίσιο της ισχύουσας νομοθεσίας εξυγίανσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, σε αναλογία με τους υπόλοιπους πιστωτές, δήλωσε.
Επιπροσθέτως, «να προχωρήσει σε γενναίες μακροχρόνιες ρυθμίσεις οφειλών για τους λοιπούς βιώσιμους οφειλέτες σε κλάδους που αποδεδειγμένα η κρίση έχει επηρεάσει αρνητικά», συμπλήρωσε.
Η νέα διαδικασία εξυγίανσης και ο νέος πτωχευτικός νόμος υπερχρεωμένων νοικοκυριών και επιχειρήσεων που εγκρίθηκε πρόσφατα, προσφέρει σε οφειλέτες σε δυσκολία ή αδυναμία πληρωμής μια δεύτερη ευκαιρία, δυνατότητα εξωδικαστικού διακανονισμού των υποχρεώσεων ή και την εξυγίανση της επιχείρησης ή του νοικοκυριού, μέσω της νομικής διαδικασίας εξυγίανσης. Επίσης, τράπεζες και ΔΕΚΟ προσφέρουν στους συνεργαζόμενους οφειλέτες με ληξιπρόθεσμες οφειλές τη δυνατότητα ρύθμισης τους, πρότεινε.
Το κρίσιμο σημείο, σύμφωνα με τον κ. Καραμούζη, είναι να παραδεχτούμε ότι για την οριστική εξυγίανση υπερδανεισμένων νοικοκυριών ή επιχειρήσεων, μια σημαντική προϋπόθεση είναι να γίνονται βιώσιμες ρυθμίσεις και αναδιαρθρώσεις και απομειώσεις οφειλών, αλλά είναι επίσης καθοριστική και η συμμετοχή του οφειλέτη στην προσπάθεια εξυγίανσης των οικονομικών του, συνεργαζόμενους με τους πιστωτές, με δικούς του τυχόν πόρους, με ρευστοποίηση άλλων δικών του περιουσιακών στοιχείων, μέσω της συγχώνευσης της εταιρείας του με άλλη υγιέστερη εταιρεία και με την αποδοχή συμμετοχής στρατηγικού επενδυτή στο κεφάλαιο της εταιρείας.
Επιπροσθέτως, η οριστική αντιμετώπιση της υπερχρέωσης επιχειρήσεων και νοικοκυριών δεν μπορεί να γίνει μόνο με ρυθμίσεις και απομειώσεις υποχρεώσεων, σύμφωνα με τον κ. Καραμούζη και εξήγησε: Χρειάζονται να αξιοποιηθούν αποτελεσματικά τα νέα επενδυτικά κεφάλαια και η διαθέσιμη ρευστότητα σήμερα στην αγορά. Χρειάζεται μία μακρά περίοδο υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας.
Το τελευταίο είναι απαραίτητα για να γίνει το χρέος βιώσιμο και εξυπηρετήσιμο να δημιουργηθούν με ταχύτητα νέα εισοδήματα, κέρδη, αυξανόμενος τζίρος, ανατίμηση της αξίας των ενυπόθηκων εξασφαλίσεων, εξαγωγές, επενδύσεις, απασχόληση.
«Αυτή είναι η βασική οικονομική πρόκληση της κυβέρνησης και όλων μας για την επόμενη μέρα. Δηλαδή το πως η χώρα μας μετά την πανδημία θα μπορέσει να οργανώσει μία άνευ προηγουμένου επενδυτική και οικονομική άνοιξη, υψηλών ρυθμών ανάπτυξης (άνω του 3%) για την επόμενη δεκαετία, ώστε να μετριάσει τις αρνητικές επιπτώσεις της κρίσης και να μεγιστοποιήσει τα οφέλη από τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται διεθνώς με την ψηφιοποίηση και τη νέα τεχνολογία, τη στροφή στην πράσινη ανάπτυξη και την κυκλική οικονομία και την ανάπτυξη των νέων αγορών της Άπω Ανατολής», κατέληξε.