Alpha Bank: Οι γυναίκες στην αγορά εργασίας και την οικονομική δραστηριότητα

Οι ανισότητες μεταξύ γυναικών και ανδρών, οι επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν τη συμβολή των γυναικών στην αγορά εργασίας εξετάζονται στο τελευταίο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.

Η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank παρουσιάζει παράλληλα ένα φάσμα πολιτικών για την αντιμετώπιση του ζητήματος.

Όπως αναφέρει, ακόμη και μετά από δεκαετίες προόδου προς την κατεύθυνση της ισότητας των δύο φύλων, το χάσμα μεταξύ τους παραμένει σημαντικό. Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ ("Global Gender Gap Report 2021”, World Economic Forum), η Δυτική Ευρώπη εξακολουθεί να έχει την καλύτερη επίδοση σε σχέση με άλλες γεωγραφικές περιοχές του πλανήτη, καλύπτοντας σήμερα πάνω από τα ¾ του έμφυλου χάσματος (77,6%).

Η χώρα μας κατατάσσεται στην 98η θέση σε σύνολο 156 χωρών και καλύπτει το 68,9% του έμφυλου χάσματος. Στο Γράφημα 1α εξετάζονται οι επιμέρους συνιστώσες που συνθέτουν το γενικό δείκτη. Η απόσταση των γραμμών της Ελλάδος και του δυτικοευρωπαϊκού μέσου από την γκρι διακεκομμένη γραμμή, η οποία αναπαριστά το ιδανικό της πλήρους ισότητας, επιβεβαιώνει ότι οι μεγαλύτερες διαφορές εντοπίζονται στον οικονομικό και τον πολιτικό στίβο, ενώ στην Εκπαίδευση και την Υγεία σημειώνονται εξαιρετικές επιδόσεις στους σχετικούς δείκτες (99,4% και 96,6%, αντίστοιχα).

Στον τομέα της Οικονομίας παρουσιάζεται μέτρια επίδοση (67,2%), κυρίως λόγω των μισθολογικών ανισοτήτων, αλλά και του χαμηλού ποσοστού των γυναικών που κατέχουν θέση ευθύνης (ανώτεροι αξιωματούχοι, διευθυντικά στελέχη: 38,9%). Αξιοσημείωτο είναι ότι ο τομέας της Πολιτικής παρουσιάζει ιδιαίτερα χαμηλή βαθμολογία, μόλις 12,3%, κυρίως εξαιτίας του χαμηλού ποσοστού των γυναικών που κατέχουν υπουργικές θέσεις.

Η ανισότητα στη συμμετοχή στην αγορά εργασίας και οι ίσες ευκαιρίες μεταξύ γυναικών και ανδρών είναι ένα  διαχρονικό ζήτημα, ωστόσο, σήμερα, ένα χρόνο μετά την εξάπλωση της πανδημίας, καθίσταται επίκαιρο, αφού η κρίση ενδέχεται να επιδείνωσε τις συνθήκες στην αγορά εργασίας. Το θέμα αυτό αφορά σχεδόν όλες τις χώρες του κόσμου, προηγμένες και αναπτυσσόμενες, μεταξύ των οποίων και την Ελλάδα.

Ένδειξη της ύψιστης σημασίας και της πολυδιάστατης επίπτωσης του φαινομένου στην οικονομία και την κοινωνία αποτελεί το γεγονός ότι η προαγωγή της ισότητας των φύλων και η διασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους στον επαγγελματικό βίο συμπεριλήφθηκε ως βασικός στόχος στον Πυλώνα 3 του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.  

Μέτρα έμφυλου χάσματος και συμβολή των γυναικών στην αγορά εργασίας: Επαγγελματική εξέλιξη, μισθολογικές διαφορές και ποσοστά ανεργίας

Η αξιολόγηση της θέσης των γυναικών στην αγορά εργασίας μπορεί να προσεγγιστεί μέσω της εξέτασης ορισμένων δεικτών και της σύγκρισης αυτών με τους αντίστοιχους δείκτες που ισχύουν για τους άνδρες, όπως είναι η συμμετοχή στην αγορά εργασίας, το ποσοστό της ανεργίας, το είδος της απασχόλησης (πλήρης, ή μερική απασχόληση), το επίπεδο των αποδοχών, καθώς και η αναλογία ανδρών και γυναικών σε θέσεις ευθύνης. Στην παρούσα ενότητα, παραθέτουμε ορισμένους από τους εν λόγω δείκτες και εξετάζουμε κατά πόσο βελτιώθηκαν ή επιδεινώθηκαν, κατά το προηγούμενο έτος, εξαιτίας της πανδημικής κρίσης.   

Δείκτες Έμφυλης Ανισότητας Ι: Μορφωτικό επίπεδο, επαγγελματική εξέλιξη και μισθολογικές διαφορές κατά φύλο

Παρά το γεγονός ότι το ποσοστό του γυναικείου πληθυσμού, ηλικίας 25-64 ετών, με πανεπιστημιακή εκπαίδευση υπερβαίνει το αντίστοιχο ποσοστό των ανδρών (33,6%, έναντι 30,2%, Γράφημα 2α), εντούτοις, η αναλογία των γυναικών στα διευθυντικά στελέχη ήταν 28%, το 2019, ενώ οι γυναίκες-μέλη διοικητικών συμβουλίων των μεγαλύτερων εισηγμένων εταιριών στη χώρα, κατέλαβαν μόλις το 10,3%, κατά το ίδιο έτος.

Σημειώνεται ότι οι αντίστοιχες αναλογίες των γυναικών στις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν, το 2019, περίπου 1/3 στα διευθυντικά στελέχη και 1/4 στα μέλη Δ.Σ. των μεγαλύτερων εισηγμένων εταιριών. Παράλληλα, οι μισθολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών παραμένουν σημαντικές.

Συγκεκριμένα, ο σχετικός δείκτης του ΟΟΣΑ -που ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ του διάμεσου μισθού των ανδρών και του διάμεσου μισθού των γυναικών, προς το διάμεσο μισθό των ανδρών- διαμορφώθηκε το 2018 στην Ελλάδα, σε 5,9 μονάδες, έναντι 4,5 μονάδες το 2017. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι έχει μειωθεί σημαντικά, σε σύγκριση με το 2013, όταν είχε διαμορφωθεί στις 11,2 μονάδες, ενώ βρίσκεται σε αρκετά χαμηλότερο επίπεδο από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ (12,8 μονάδες).

Δείκτες Έμφυλης Ανισότητας ΙI: Ανεργία, απασχόληση και ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας κατά φύλο

Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 3α, η δομική παθογένεια της ελληνικής αγοράς εργασίας ως προς την έμφυλη ανισότητα παραμένει, καθώς η διαφορά του ποσοστού της ανεργίας ανδρών και γυναικών ανήλθε, τον Δεκέμβριο 2020, σε 6,7 μονάδες και ήταν η υψηλότερη μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27).

Συγκεκριμένα, το εποχικά διορθωμένο ποσοστό της ανεργίας των γυναικών διαμορφώθηκε σε 19,5%, τον Δεκέμβριο 2020, που αποτελεί, επίσης, το υψηλότερο στην ΕΕ-27, ενώ των ανδρών σε 12,8%, το οποίο ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο, μετά το αντίστοιχο ποσοστό της Ισπανίας. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι τα ποσοστά της ανεργίας τόσο των γυναικών, όσο και των ανδρών βαίνουν μειούμενα στη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια, έχοντας σημειώσει σωρευτική πτώση, τον Δεκέμβριο 2020, σε σύγκριση με τον Ιούλιο 2013, κατά 12,3 και 12,6 μονάδες, αντίστοιχα.

Πτώση του ποσοστού της ανεργίας των γυναικών αλλά και των ανδρών σημειώθηκε, επίσης, και σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο 2019, κατά 0,9 και 0,5 μονάδες, αντίστοιχα. Παράλληλα, το 2020, ο αριθμός των απασχολούμενων ανδρών, σύμφωνα με τα τριμηνιαία μη εποχικά διορθωμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (ηλικίες έως 74 ετών), μειώθηκε κατά 1,6%, ενώ, αντίθετα, των γυναικών αυξήθηκε οριακά, κατά 0,2%. Συνεκτιμώντας τις μεταβολές των παραπάνω μεγεθών συμπεραίνουμε ότι, παρά την πανδημική κρίση, το χάσμα απασχόλησης των δύο φύλων (gender employment gap) μειώθηκε το 2020, γεγονός που οφείλεται, κυρίως, στα μέτρα στήριξης της απασχόλησης που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας.

Όπως αναφέρει και το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, υπάρχουν ενδείξεις ότι μετά το πέρας της πανδημικής κρίσης και της σταδιακής κατάργησης των μέτρων στήριξης, το χάσμα απασχόλησης μεταξύ των δύο φύλων θα διευρυνθεί εκ νέου.

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την Τελική Έκθεση Πισσαρίδη (Νοέμβριος 2020), το ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας, δηλαδή το εργατικό δυναμικό προς τον πληθυσμό, είναι συγκριτικά χαμηλό στην Ελλάδα (Eurostat, 2019: 68,4% έναντι 73,4% στην ΕΕ-27, για ηλικίες έως 64 ετών), γεγονός που οφείλεται πρωτίστως στη χαμηλή συμμετοχή των γυναικών. Όπως παρατηρείται στο Γράφημα 3β, ο λόγος των γυναικών που συμμετέχουν στο εργατικό δυναμικό, προς τον πληθυσμό των γυναικών, υπολείπεται σημαντικά τόσο του αντίστοιχου λόγου των ανδρών, όσο και του μέσου όρου της ΕΕ-27, αν και η τάση του, από το 2002, έως και το 2019, ήταν ανοδική.

Το 2020, εκτιμάται -σύμφωνα με τα τριμηνιαία μη εποχικά διορθωμένα στοιχεία της Eurostat- ότι το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας, στην Ελλάδα, μειώθηκε εκ νέου, κατά μία ποσοστιαία μονάδα περίπου, σε 59,4%, ενώ και το ποσοστό των ανδρών σημείωσε αντίστοιχη πτώση (2019: 76,7%, 2020: 75,5%).

Το τελευταίο ήταν απόρροια της πανδημίας που οδήγησε, μεταξύ άλλων, στη μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού στην Ελλάδα κατά 2,3%, σε ετήσια βάση, καθώς, λόγω των μέτρων περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας και των υγειονομικών συνθηκών, αρκετά άτομα που αναζητούσαν εργασία δήλωσαν ότι δεν είναι άμεσα διαθέσιμα να εργαστούν. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ετήσιος ρυθμός μείωσης των οικονομικά ενεργών γυναικών υπερέβη, το 2020, τον αντίστοιχο των ανδρών (-2,4%, έναντι -2,2%).

Δείκτες Έμφυλης Ανισότητας ΙIΙ: Κλαδική ανάλυση και μερική απασχόληση κατά φύλο

Ένας λόγος για τον οποίο εκτιμάται, σε παγκόσμιο επίπεδο, ότι ο αρνητικός αντίκτυπος της πανδημικής κρίσης ήταν ισχυρότερος για τις γυναίκες, σε σύγκριση με τους άνδρες, είναι ότι το ποσοστό των γυναικών που απασχολείται στον τομέα των υπηρεσιών είναι υψηλότερο. Στην Ελλάδα, οι εργαζόμενες γυναίκες στον τομέα των υπηρεσιών, ως ποσοστό στο σύνολο των απασχολούμενων γυναικών, ανήλθε το 2019 σε 81,5% έναντι 66,9% που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες.

Επίσης, οι εργαζόμενες γυναίκες είναι περισσότερες (δηλαδή άνω του 50% του συνόλου των εργαζομένων) στον κλάδο της Υγείας που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή αντιμετώπισης της πανδημίας αλλά και σε κλάδους που επλήγησαν ιδιαίτερα από αυτήν, όπως οι αεροπορικές μεταφορές, το λιανικό εμπόριο, οι υπηρεσίες παροχής καταλύματος, οι τέχνες και οι πολιτιστικές δραστηριότητες, οι δραστηριότητες παροχής προσωπικών υπηρεσιών και οι δραστηριότητες νοικοκυριών ως εργοδοτών οικιακού προσωπικού.

Σε ό,τι αφορά την τελευταία κατηγορία, σημειώνεται ότι σε επίπεδο ΕΕ-27 εκτιμάται ότι το 70% της παροχής υπηρεσιών κατ’ οίκον, συμπεριλαμβανομένης της παροχής φροντίδας στο σπίτι, είναι αδήλωτη (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, "2021 report on gender equality in the EU”) και, ως εκ τούτου, τα σχετικά μέτρα στήριξης που υιοθέτησαν οι ευρωπαϊκές χώρες ήταν περιορισμένα, καθιστώντας την εν λόγω κατηγορία εργαζομένων ιδιαίτερα ευάλωτη στον αντίκτυπο της πανδημίας.

Παράλληλα, το ποσοστό των γυναικών που εργάζεται υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης (ως ποσοστό της συνολικής απασχόλησης) είναι υπερδιπλάσιο του αντίστοιχου των ανδρών (13,5%, έναντι 5,9% το 2019). Το υψηλό ποσοστό της μερικής απασχόλησης, αφενός μεν αποτελεί κληροδότημα της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, αφετέρου δε, αντανακλά τον περισσότερο χρόνο που είθισται να αφιερώνουν οι γυναίκες στη φροντίδα των παιδιών ή των ηλικιωμένων μελών της οικογένειας. Το 2020, ωστόσο, υποχώρησε ο αριθμός τόσο των ανδρών, όσο και των γυναικών που εργάζονται με μερική απασχόληση.

Συμπερασματικά, τα μέτρα προστασίας της απασχόλησης που τέθηκαν σε εφαρμογή, από τον Μάρτιο 2020, έως σήμερα, με σκοπό την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας, είχαν ως αποτέλεσμα, τη συγκράτηση του ποσοστού της ανεργίας στη χώρα μας και για τα δύο φύλα, ενώ το ποσοστό των άνεργων γυναικών που οδηγήθηκε εκτός αγοράς εργασίας ήταν ελαφρώς υψηλότερο.

Επιπρόσθετα, οι γυναίκες απασχολούνται σε μεγαλύτερο ποσοστό σε κλάδους της οικονομίας που έχουν πληγεί σε σημαντικό βαθμό από την πανδημική κρίση. Άρα, είναι κρίσιμης σημασίας η σταδιακή κατάργηση των μέτρων στήριξης να γίνει, μεταξύ άλλων, με γνώμονα την προστασία της απασχόλησης μετά την πανδημική κρίση και για τα δύο φύλα.  

Προτάσεις πολιτικής για τη μείωση του έμφυλου χάσματος σε μακροχρόνιο ορίζοντα

H ανισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών δεν είναι μόνο ένα ευαίσθητο, ηθικό και κοινωνικό ζήτημα, αλλά και μια σημαντική οικονομική πρόκληση. Δεδομένου του σχετικά υψηλού μορφωτικού επιπέδου των γυναικών στην Ελλάδα, οι απώλειες, σε όρους οικονομικής ανάπτυξης, μακροχρόνια, θα είναι σημαντικές, εάν δεν συμμετάσχουν στην αγορά εργασίας με την πλήρη παραγωγική δυναμικότητά τους.

Η ενίσχυση της παραγωγικής δυναμικότητας δεν συνδέεται απλά με την αύξηση της συμμετοχής τους στο εργατικό δυναμικό της χώρας -μια εξέλιξη που έλαβε χώρα σταδιακά τις περασμένες δεκαετίες- αλλά και με την ένταξή τους σε θέσεις λειτουργικά και ιεραρχικά ανάλογες των υψηλών δεξιοτήτων και του μορφωτικού τους επιπέδου, ώστε να ενισχυθούν τα κίνητρα για εργασία, να υπάρξει καλύτερη αντιστοίχιση των ταλέντων και των δεξιοτήτων στις θέσεις εργασίας και εν τέλει να βελτιστοποιηθεί η διοικητική αποτελεσματικότητα (managerial efficiency) των ελληνικών επιχειρήσεων. Ως προς την κατεύθυνση της μείωσης του έμφυλου χάσματος, μια σειρά προτεινόμενων πολιτικών παρατίθενται κάτωθι.  

-Υλοποίηση περισσότερων επενδύσεων στον τομέα βρεφονηπιακών σταθμών και χώρων φύλαξης παιδιών στις επιχειρήσεις. Οι επενδύσεις στο συγκεκριμένο πεδίο αναμένεται να έχουν σημαντική επίδραση στην έμμεση ανάπτυξη του ανθρωπίνου κεφαλαίου, μέσω της διευκόλυνσης  των γυναικών που επιθυμούν πιο ενεργή συμμετοχή στην αγορά εργασίας.

-Εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών και πρακτικών από τις επιχειρήσεις, ώστε προληπτικά να αντιμετωπίζεται η τυχόν άνιση μεταχείριση των δύο φύλων στον επαγγελματικό τομέα, όπως για παράδειγμα αμερόληπτες πρακτικές πρόσληψης και προαγωγών προσωπικού και εξάλειψη των μισθολογικών ανισοτήτων, μέσω της δίκαιης σύνδεσης ποιότητας εργασίας και αμοιβής.  

Προς την κατεύθυνση της γεφύρωσης των ανισοτήτων μεταξύ των δύο φύλων, κινείται, όπως προαναφέρθηκε, ο Πυλώνας 3 του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που περιλαμβάνει πολιτικές και πρακτικές, με στόχο την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής και για τα δύο φύλα, την ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, καθώς και την ομαλή επανένταξή τους σε αυτήν, μετά την απόκτηση παιδιού.

Συγκεκριμένα, το Σχέδιο περιλαμβάνει την επιδότηση δημιουργίας βρεφονηπιακών σταθμών και χώρων φύλαξης παιδιών στις επιχειρήσεις αλλά και την ενίσχυση δράσεων που αφορούν στην ενημέρωση και την αλλαγή της κουλτούρας στον επαγγελματικό τομέα αλλά και την κοινωνία (ενίσχυση Παρατηρητηρίου Ισότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, διαμόρφωση μηχανισμού απονομής "Σήματος Διαφορετικότητας" στις επιχειρήσεις που θα υιοθετούν πρακτικές και πολιτικές για την προώθηση της διαφορετικότητας, επιδότηση Κέντρων Δημιουργικής απασχόλησης για μαθητές, με στόχο την εξοικείωση με τις επιστήμες και την τεχνολογία και για τα δύο φύλα, από μικρή ηλικία).

Τέλος, προβλέπεται βελτίωση της πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας για τις γυναίκες αλλά και ανάπτυξη των υπηρεσιών φροντίδας (θεσμοθέτηση του "Προσωπικού Βοηθού"), με στόχο την εξασφάλιση και αναγνώριση των ατόμων που παρέχουν αντίστοιχες υπηρεσίες.