Ανησυχητικά μηνύματα για την υπερφορολόγηση στην Ελλάδα ιδιαίτερα των εργαζόμενων με παιδιά στέλνει νέα έκθεση του κορυφαίου διεθνούς οργανισμού έρευνας σε θέματα φορολογικής Tax Foundation σύμφωνα με στοιχεία του 2019 και παρουσιάζει το ΚΕΦίΜ.
Μεταξύ των 36 χωρών του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 4η θέση με την υψηλότερη φορολόγηση εργαζόμενων με παιδιά, ενώ σε χειρότερη μοίρα από τη χώρα μας βρίσκονται η Τουρκία, η Γαλλία και η Σουηδία.
Τόσο για την Ελλάδα όσο και για τις υπόλοιπες τρεις χώρες, οι φόροι εισοδήματος, οι ασφαλιστικές εισφορές και οι φόροι κατανάλωσης (π.χ. ΦΠΑ) που αποτελούν μεγάλο μέρος των φορολογικών εσόδων τους και διαμορφώνουν αυτό που ονομάζεται «φορολογική επιβάρυνση της εργασίας» κινούνται σταθερά πάνω από το 37%.
Σε καλύτερη κατάσταση από την Ελλάδα αλλά με συνολική επιβάρυνση πάνω από 30% βρίσκονται χώρες όπως είναι η Φινλανδία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Ισπανία, η Γερμανία, η Νορβηγία, η Αυστρία και η Λετονία. Τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα για την Ελλάδα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ όταν συγκρίνεται η φορολόγηση της εργασίας για όσους δεν έχουν παιδιά.
Σ’ αυτή την περίπτωση η χώρας μας καταλαμβάνει την 14η χειρότερη θέση με την 1η θέση της υψηλότερης φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας να καταλαμβάνει το Βέλγιο, τη 2η θέση η Γερμανία και την 3η θέση η Αυστρία.
Από την άλλη πλευρά, πολύ χαμηλές φορολογικές επιβαρύνσεις προκύπτουν για εργαζόμενους χωρών όπως είναι η Νέα Ζηλανδία, η Χιλή (που πρόσφατα ξεσηκώθηκαν οι πολίτες γιατί σχεδιάζει η κυβέρνηση αύξηση της φορολογίας) και η Ελβετία, ενώ ο πίνακας του Tax Foundation δείχνει την Κολομβία να έχει αρνητική φορολογική επιβάρυνση!
Τα κύρια ευρήματα της έκθεσης για την Ελλάδα
• Σε σύγκριση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που αντιστοιχεί στο 36,1% η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στην Ελλάδα είναι σχετικά υψηλή, στο 40,1% έναντι 40,8% πέρσι.
• Η φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στη χώρα μας είναι η 14η υψηλότερη μεταξύ των 36 χωρών του ΟΟΣΑ.
• Σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες με υψηλή φορολογική επιβάρυνση στην εργασία, η χώρα μας δεν παρέχει σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις σε οικογένειες με παιδιά. Μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα έχει μια από τις μικρότερες διαφορές μεταξύ των δύο φορολογικών επιβαρύνσεων, με 40,1% για εργαζόμενους (έναντι 40,8 πέρσι) και 37,1% (έναντι 37,8% πέρσι) για εργαζομένους με οικογένειες με δύο παιδιά.
• Η Ελλάδα έχει την τέταρτη υψηλότερη οικογενειακή φορολογική επιβάρυνση στην εργασία, στο 31,7% (έναντι της δεύτερης χειρότερης θέσης με 37,8% πέρσι), με πρώτη την Τουρκία στο 38,2.
Κύρια ευρήματα για τις χώρες του ΟΟΣΑ
• Οι εργαζόμενοι μέσου εισοδήματος σε χώρες του ΟΟΣΑ κατέβαλαν το 2020 πάνω από το 1/3 ή 34,6% του μισθού τους σε φόρους εισοδήματος και ασφαλιστικές εισφορές. Η μέση φορολογική επιβάρυνση της εργασίας έχει μειωθεί κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδας τα τελευταία είκοσι χρόνια.
• Η μέση φορολογική επιβάρυνση της εργασίας διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα. Το 2020 η φορολογική επιβάρυνση ενός εργαζομένου στο Βέλγιο ήταν εφτά φορές υψηλότερη από αυτή ενός εργαζομένου στη Χιλή.
• Το 2020, η μέση φορολογική επιβάρυνση οικογενειών μέσω φορολογίας εισοδήματος και ασφαλιστικών εισφορών ήταν 24,4%, 10,2% μονάδες χαμηλότερη από την επιβάρυνση εργαζομένων χωρίς οικογένεια. Οι χώρες με την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας προσφέρουν συνήθως τις μεγαλύτερες ελαφρύνσεις σε οικογένειες με παιδιά.
• Το 2020 η μέση φορολογική επιβάρυνση μειώθηκε κατά 0,39 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019 και η μείωση αυτή οφείλεται κατά το ένα πέμπτο σε μέτρα που λήφθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας του COVID-19.
• Αν λάβουμε υπόψη και τους φόρους κατανάλωσης, όπως ο ΦΠΑ, η επιβάρυνση της εργασίας αυξάνεται κατά 5,5 ποσοστιαίες μονάδες σε 40,1%.
Τα στελέχη – οικονομολόγοι του Tax Foundation με αφορμή το πόρισμά της έκθεσης για την Ελλάδα αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι «συμφωνούν γενικά ότι η υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση της εργασίας οδηγεί τόσο σε χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης όσο και σε χαμηλότερους μισθούς. Αυτό είναι σημαντικό για τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής στην Ελλάδα, καθώς αναζητούν τρόπους ανάκαμψης της οικονομίας. Εάν ο στόχος τους είναι η ενθάρρυνση της απασχόλησης, η συνέχιση των πολιτικών μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας θα μπορούσε να αποδειχθεί ένα πολύ ισχυρό εργαλείο.»
Από την πλευρά του, ο Εκτελεστικός Διευθυντής του ΚΕΦίΜ κύριος Νίκος Ρώμπαπας σχολιάζοντας την έρευνα ανέφερε ότι «παρά τη σχετική βελτίωση των επιδόσεων και της κατάταξης της χώρας μας σε σχέση με πέρσι, και η φετινή μελέτη του Tax Foundation υπογραμμίζει την ανάγκη για περαιτέρω σημαντική ελάφρυνση του φορολογικού βάρους που επωμίζονται τα νοικοκυριά και επιχειρήσεις στην Ελλάδα.
Μετά το πέρας της πανδημίας, η συνέχιση της προσπάθειας για τη δημιουργία ενός λιγότερο τιμωρητικού φορολογικού πλαισίου πρέπει αποτελέσει προτεραιότητα αιχμής για την κυβέρνηση προκειμένου όχι μόνο να ενισχυθεί η ανάκαμψη, αλλά και για να αναστραφεί η πολυετής πλέον τάση της φυγής από τη χώρα εξειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού και διευθυντικών στελεχών».
Με πληροφορίες ΟΤ