Για να αποφύγει την οικονομική κατάρρευση εν μέσω πανδημίας, η Ευρωπαϊκή Ενωση έβαλε προσωρινά κατά μέρος την δημοσιονομική πειθαρχία, αλλά η επιστροφή στην λιτότητα μοιάζει δύσκολη, παρά την επιστροφή της οικονομικής ανάπτυξης. Και αυτή η συζήτηση διχάζει τους Είκοσι Επτά.
Οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ συνέρχονται στην Σλοβενία σήμερα και αύριο και η ανταλλαγή απόψεων έχει ήδη αρχίσει, σε τόνο συμφιλιωτικό, ανάμεσα στους υποστηρικτές της χαλάρωσης των κανόνων και τους θιασώτες της ταχείας επιστροφής στην ορθοδοξία.
Οι Βρυξέλλες έχουν δεσμευθεί για την επανάληψη το φθινόπωρο ενός δημοσίου διαλόγου ως σημείου εκκίνησης μίας συζήτησης που θα διαρκέσει μήνες.
«Θα έχουμε ανάγκη από μία ισορροπία ανάμεσα στην δημοσιονομική σταθερότητα και την στήριξη της ανάκαμψης», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Βάλντις Ντομπρόβσκις. «Το σημαντικό είναι να οικοδομηθεί μία συναίνεση και να μην αφεθούμε στον περιορισμό σε μία διαιρετική συζήτηση», τόνισε.
Η συζήτηση για την μεταρρύθμιση του συμφώνου σταθερότητας , που περιορίζει τα δημόσια ελλείμματα στο 3% και το χρέος στο 60% του ΑΕΠ, η οποία επρόκειτο να διεξαχθεί πριν ενσκήψει η πανδημία, διακόπηκε λόγω της υγειονομικής κρίσης.
Η πανδημία προκάλεσε τον περασμένο χρόνο οικονομική κρίση ιστορικών διαστάσεων. Η πτώση της οικονομικής δραστηριότητας , συνδυασμένη με τις κυβερνητικές δαπάνες για την προστασία των επιχειρήσεων και της απασχόλησης εκτόξευσαν το χρέος. Η αναλογία του δημόσιου χρέους των 19 χωρών της ευρωζώνης έφθασε για πρώτη φορά το 2020 στο συμβολικό όριο του 100% του ΑΕΠ, έναντι 86% το 2019.
Το σοκ έπληξε πολύ σκληρότερα τις χώρες του νότου, τις πλέον χρεωμένες χώρες, που εξαρτώνται περισσότερο από τον τουρισμό και ήταν τα πρώτα θύματα των υγειονομικών περιορισμών.
Μία αυστηρή στο σύμφωνο σταθερότητας που ίσχυε πριν από την κρίση θα προξενούσε στις χώρες αυτές απότομη πτώση των δημόσιων επενδύσεων με κίνδυνο την εκ νέου βύθιση ολόκληρης Ευρώπης στην ύφεση.
Χρηματοδότηση της πράσινης μετάβασης
Η κατάρρευση των δαπανών θα τορπίλιζε τον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής, ο οποίος απαιτεί την ανακαίνιση εκατομμυρίων κατοικιών, την δημιουργία δικτύων φόρτισης ηλεκτρικών αυτοκινήτων ή την οικοδόμηση νέου ενεργειακού δικτύου απαλλαγμένου από άνθρακα.
«Αν είμαστε σοβαροί με την κλιματική μετάβαση, και είμαστε, θα πρέπει να αποφύγουμε ό,τι συνέβη με την προηγούμενη κρίση, όταν οι δημόσιες επενδύσεις κατέληξαν στον εκμηδενισμό», προειδοποίησε σήμερα ο ευρωπαίος επίτροπος Πάολο Τζεντιλόνι, ο οποίος υποστηρίζει μία «εις βάθος μεταρρύθμιση».
Τάσσεται υπέρ μιας αναπτυξιακής πολιτικής, ως μόνου μέσου για την μείωση μακροπρόθεσμα των ελλειμμάτων. Η θέση αυτή, την οποία υποστηρίζει η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ, είναι η θέση των χωρών του ευρωπαϊκού νότου και της Γαλλίας.
«Υπάρχουν κανόνες που είναι προφανώς ξεπερασμένοι», δήλωσε ο γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρουνό Λε Μερ. «Θα χρειασθεί μία επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία που θα είναι διαφορετική» ανάλογα με την χώρα.
Ομως, οι «σφικτοχέρηδες» του ευρωπαϊκού βορρά ανησυχούν μήπως κληθούν να πληρώσουν τις υποτιθέμενες καταχρήσεις των γειτόνων τους και φοβούνται την εγκατάλειψη της αυστηρότητας. Αλλά δεν κλείνουν και την πόρτα στην μεταρρύθμιση.
Με την επιστροφή της οικονομικής ανάπτυξης, που τοποθετείται στο 4,8% αυτήν την χρονιά και στο 4,5% την επόμενη χρονιά, υπολογίζουν ότι το σύμφωνο σταθερότητας, που θεωρούν ότι προσφέρει αρκετή ευελιξία, θα πρέπει να επιστρέψει από το 2023, ακόμη και αν δεν έχει ολοκληρωθεί η μεταρρύθμισή του.
«Απλοποιήσεις και προσαρμογές που διευκολύνουν την καλύτερη εφαρμογή αξίζει να συζητηθούν, αλλά μόνο αν οι νέες προτάσεις δεν θέσουν σε κίνδυνο την δημοσιονομική βιωσιμότητα των κρατών μελών της ευρωζώνης», αναφέρουν σε επιστολή τους που δημοσιεύθηκε χθες οκτώ από τις χώρες αυτές, ανάμεσά τους η Αυστρία, η Δανία, η Ολλανδία.
Αλλά, φυσικά, και η Γερμανία είναι επιφυλακτική και θεωρεί ότι πρέπει να υπάρξει ένας γαλλογερμανικός συμβιβασμός.
Σε σχέση με την κρίση της δεκαετίας του 2010 που έφερε στο φως τις ρωγμές της ευρωζώνης και κόντεψε να τορπιλίσει το ενιαίο νόμισμα, η Ευρωπαϊκή Ενωση εμφανίζεται πάντως να επιδεικνύει περισσότερη αλληλεγγύη μετά το σχέδιο ανάκαμψης ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ που χρηματοδοτείται μέσω κοινού χρέους.