Δεν βλέπει ως πιθανό σενάριο κινήσεις που θα οδηγήσουν σε εξαγορές και συγχωνεύσεις μεταξύ των ελληνικών τραπεζών ο πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας Γκίκας Χαρδούβελης.
Σύμφωνα με συνέντευξή του στην Καθημερινή της Κυριακής, ήδη το ποσοστό συγκέντρωσης στον κλάδο από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες ανέρχεται στο 95% και είναι το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, αναμένεται ανάπτυξη των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και της προσφοράς μεταξύ των ανταγωνιστών στην εγχώρια αγορά, γεγονός που κάνει την πιθανότητα για περαιτέρω συγκέντρωση ακόμα μικρότερη.
Σε ό,τι αφορά στην επόμενη ημέρα των τραπεζών, ο κ. Χαρδούβελης υπογράμμισε τα υψηλά κεφάλαια και τη μεγάλη ρευστότητα, σε συνδυασμό με τη μείωση των κόκκινων δανείων που έχει επιτευχθεί και συνεχίζεται. Οι εξελίξεις αυτές, εν όψει των επικείμενων αναβαθμίσεων του ελληνικού χρέους σε επενδυτική βαθμίδα αλλα και λόγω του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου παραγωγικού μοντέλου, δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για αναβαθμίσεις των τραπεζών και ευκαιρίες περαιτέρω ανάπτυξής τους.
Ο κ. Χαρδούβελης εξέφρασε την εκτίμηση ότι τα ελληνικά ομόλογα θα συνεχίσουν να είναι αντικείμενα αγοραπωλησίας από την ΕΚΤ στο πλαίσιο της νομισματικής της πολιτικής και μετά το τέλος του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων, PEPP.
Σε ό,τι αφορά στην Εθνική Τράπεζα και για το ποσοστό του 40% που κατέχει σήμερα το ΤΧΣ, απάντησε ότι για την εύρυθμη λειτουργία της τράπεζας αυτό που έχει σημασία είναι να ακολουθούνται οι χρηστοί κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης, ασχέτως αν οι μέτοχοι είναι το Δημόσιο ή ιδιώτες, μεγαλομέτοχοι όπως μεγάλα ταμεία του εξωτερικού ή Έλληνες μικρομέτοχοι.
Αναφερόμενος στον πληθωρισμό, ο κ. Χαρδούβελης σημείωσε ότι «ιδιαίτερα στον χώρο της ενέργειας, οι υψηλές τιμές πιθανόν να έχουν και χρονική διάρκεια. Όμως, παρά την υποβόσκουσα αβεβαιότητα, η έως σήμερα συνετή και ρεαλιστική συμπεριφορά των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών αποπνέει αίσθηση σιγουριάς και αισιοδοξίας για το μέλλον».
Τέλος, για το Ταμείο Ανάκαμψης ανέφερε ότι διαφέρει από τα χρηματοδοτικά εργαλεία του παρελθόντος. Πρώτον, οι πόροι είναι δυνητικά τριπλάσιοι σε ετήσια βάση σε σχέση με την προηγουμένη 20ετία. Δεύτερον, έχουν στο μεγαλύτερο τμήμα τους έναν συγκεκριμένο στρατηγικό – επενδυτικό προσανατολισμό.
Η διοχέτευση των πόρων γίνεται βάσει συγκεκριμένων ελέγχων βιωσιμότητας, με όρους αγοράς, με συγκεκριμένη στόχευση και χαρακτηριστικά και με προσδιορισμένες αρχές πιστοποίησης, ελέγχου και διακυβέρνησης. Τρίτον, «λόγω προηγούμενης κρίσης, σήμερα είμαστε πολύ πιο ώριμοι σε σχέση με το παρελθόν για να αποτιμήσουμε την ευκαιρία που μας παρουσιάζεται καθώς και το κόστος απώλειάς της". Τέταρτον, η δεκαετής κρίση έφερε αποεπένδυση στη χώρα, με συνέπεια οι μελλοντικές επενδύσεις να έχουν σημαντικό πολλαπλασιαστικό, αναπτυξιακό αποτέλεσμα».