Τράπεζα της Ελλάδος: Η ακριβή ενέργεια μπορεί να πυροδοτήσει αύξηση επιτοκίων και φρένα στην ανάπτυξη

Τις ευοίωνες προβλέψεις για την ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα αποτυπώνει η Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος, τόσο για το 2021 όσο και για τα επόμενα έτη. Ωστόσο, επισημαίνει κινδύνους που μπορεί να ανατρέψουν το θετικό σενάριο.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, η ανάπτυξη του 2021 θα φτάσει το 7,2%, ποσοστό το οποίο, ύστερα από τεχνικές αναπροσαρμογές, θα διαμορφωθεί στο 8%. Με βάση τα μοντέλα πρόβλεψης της ΤτΕ, η ανάπτυξη το 2022 θα διαμορφωθεί στο 5% και το 2023 στο 3,9%.

Σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό, η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει ότι πρόκειται για ένα παροδικό φαινόμενο, το οποίο επιμένει. Αυτό θα οδηγήσει σε εκτίναξη του δείκτη τιμών καταναλωτή στο 3% το 2022. Οι πτωτικές τάσεις θα ξεκινήσουν από τα τέλη του 2022, οδηγώντας τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή κοντά στην κεντρική του τάση που είναι για την Ελλάδα το 2%. Το 2023 εκτιμάται ότι ο εν λόγω δείκτης θα πέσει κάτω του 1%.

Υπάρχουν όμως και κίνδυνοι, που σχετίζονται με την εξέλιξη της πανδημίας, την επιτάχυνση του πληθωρισμού, την πιθανή αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) μετά τη λήξη των μέτρων κρατικής στήριξης και ενδεχομένως ένα χαμηλό ποσοστό απορρόφησης των κονδυλίων του Next Generation EU. Για παράδειγμα, οι νέες μεταλλάξεις του κορονοϊού, εφόσον αποδειχθούν ανθεκτικές στα εμβόλια, θα μπορούσαν να πλήξουν την εμπιστοσύνη, να περιορίσουν τις τουριστικές ροές και να επιβραδύνουν την ανάκαμψη.

Βασική πηγή δημιουργίας νέων κόκκινων δανείων θεωρείται το στοκ που παραμένει σήμερα υπό κάποιο καθεστώς προστασίας (Γέφυρα 1, 2, step up προγράμματα τραπεζών κ.ά.) το οποίο ανέρχεται σε 9 δισ. ευρώ. Ο κίνδυνος αυτός γίνεται ακόμα μεγαλύτερος εάν, με την απόσυρση των μέτρων στήριξης, δεν βελτιωθεί η απασχόληση. Επιβαρυντικά λειτουργεί και η άνοδος του πληθωρισμού.

Πάντως, η ΤτΕ επαναλαμβάνει ότι η μείωση των κόκκινων δανείων από τους ισολογισμούς των τραπεζών έχει προέλθει σχεδόν αποκλειστικά από τις τιτλοποιήσεις και όχι από αναδιαρθρώσεις, ρυθμίσεις και αναχρηματοδοτήσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παραμένει το ιδιωτικό χρέος υψηλό, ενώ οι τιτλοποιήσεις έχουν χτυπήσει τους δείκτες κερδοφορίας και κεφαλαιακής επάρκειας.

Ακόμα προειδοποιεί ότι οι επιπτώσεις στην πλευρά του ενεργητικού παρουσιάζονται με χρονική υστέρηση. Για τους λόγους αυτούς καλεί τις τράπεζες να προχωρήσουν σε εντατικότερες κινήσεις ενίσχυσης του ενεργητικού τους και βελτίωσης της ποιότητας των κεφαλαίων τους, με παράλληλες αυξήσεις των προβλέψεων για κινδύνους από την πανδημία που ακόμα δεν έχουν αποτυπωθεί.

Πέραν του υψηλού ιδιωτικού χρέους, πρόκληση αποτελεί το υψηλό δημόσιο χρέος και η ενίσχυση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, εξαιτίας των πακέτων στήριξης. Παρά τους κινδύνους, το δημόσιο χρέος παραμένει βιώσιμο, σημειώνει η ΤτΕ, χωρίς να υποβαθμίζει τους κινδύνους από το κόστος χρήματος. Προϋπόθεση αποτελεί η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητα, η οποία θα προέλθει κυρίως από το Ταμείο Ανάκαμψης.

Επίσης, εξακολουθεί να υπάρχει αυξημένη αβεβαιότητα που σχετίζεται με τις πληθωριστικές πιέσεις στις πρώτες ύλες, στο κόστος μεταφορών και στην ενέργεια. Η συνέχιση των πληθωριστικών πιέσεων στις τιμές εισαγομένων θα μπορούσε να περιορίσει την ιδιωτική κατανάλωση και τη δυναμική της ανάπτυξης. Παράλληλα, μια ταχύτερη του αναμενομένου αλλαγή κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής στις ΗΠΑ θα μπορούσε να προκαλέσει ισχυρούς κλυδωνισμούς στις χρηματοπιστωτικές αγορές, επηρεάζοντας αρνητικά την παγκόσμια και την ελληνική οικονομία.

Σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, η πιστωτική επέκταση από τις τράπεζες μειώθηκε το 2021 σε σχέση με το 2020, καθώς δεν υπήρχε ζήτηση για δανεικά από τις επιχειρήσεις. Σε αυτό συνέβαλαν η τραπεζική χρηματοδότηση του 2020, τα μέτρα στήριξης του υπ. Οικονομικών και οι χρηματοδοτήσεις από την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα (ΕΑΤ) και άλλους οργανισμούς. Σημαντική συμβολή στην ενίσχυση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, και ιδιαίτερα των μικρομεσαίων, είχαν τα προγράμματα της ΕΑΤ, καθώς συνεισέφεραν περίπου 6,5 δισ. ευρώ το 2020 και 1,3 δισ. ευρώ την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου του 2021.

Τα προγράμματα των διεθνών οργανισμών, όπως του Ομίλου της EΤΕπ, συνεισέφεραν μέσω του τραπεζικού συστήματος επιπλέον περίπου 0,9 δισ. ευρώ το 2020, όσο περίπου και το 2021. Κατά συνέπεια, προκύπτει ότι το εναπομένον ποσό νέας χρηματοδότησης που χορηγήθηκε από τις τράπεζες (δηλαδή χωρίς τη συνδρομή προγραμμάτων άλλων φορέων) ανήλθε σε περίπου 10 δισ. ευρώ το 2020 και σε περίπου 6,0 δισ. ευρώ το δεκάμηνο του 2021.

Επίσης εκτιμάται ότι πόροι ύψους 1,5 δισ. ευρώ το 2020 και 1,0 δισ. ευρώ το δεκάμηνο του 2021 διοχετεύθηκαν προς τις επιχειρήσεις χωρίς τη μεσολάβηση του τραπεζικού συστήματος, αλλά χορηγήθηκαν απευθείας από την ΕΤΕπ και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (ΕBRD). Χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις (όχι όμως τραπεζική) συνιστούν και τα κεφάλαια που δόθηκαν στο πλαίσιο της επιστρεπτέας προ- καταβολής, τα οποία ανήλθαν σε 5,5 δισ. ευρώ το 2020 και 2,8 δισ. ευρώ το 2021.

Συνολικά, η ακαθάριστη χρηματοδότηση προς τις ΜΧΕ και τους ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και ατομικές επιχειρήσεις από τις προαναφερθείσες πηγές (τραπεζικές και μη) εκτιμάται ότι ανήλθε σε 24,4 δισ. ευρώ το 2020 και σε 12,0 δισ. ευρώ την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου του 2021.

Τέλος, αναφορικά με τις προοπτικές κλάδων και τομέων, η Τράπεζα της Ελλάδος αναφέρεται θετικά στην ελληνική αγορά ακινήτων και τις αγορές κεφαλαίου. Οι τιμές στην αγορά ακινήτων θα εξακολουθήσουν ανοδικά αλλά με ηπιότερους ρυθμούς, ενώ οι αγορές κεφαλαίου θα κινούνται κυρίως με καλύτερες την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και την προοπτική της αναβάθμισης σε επενδυτική βαθμίδα.