Ούτε οι εκπτώσεις σώζουν το λιανεμπόριο – Μειωμένος κατά 50% ο τζίρος μέχρι στιγμής

Μειωμένος έως και 50% είναι, μέχρι στιγμής, ο τζίρος των χειμερινών εκπτώσεων καθώς οι καταναλωτές δεν προχωρούν σε σχετικές αγορές λόγω της γενικευμένης πια ακρίβειας αλλά και της συνεχιζόμενης πανδημίας.

Σύμφωνα με πρόεδρο του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών, Σταύρο Καφούνη, οι πωλήσεις τις πρώτες μέρες των εκπτώσεων καταγράφουν μείωση έως και 50% σε σχέση με το 2019, το τελευταίο έτος «κανονικής» λειτουργίας του λιανεμπορίου.

Η κακή εικόνα της αγοράς τις πρώτες εβδομάδες του 2022 έρχεται μετά την επιδείνωση που καταγράφηκε το τελευταίο δίμηνο του 2021, επισημαίνει ο κ. Καφούνης.

Έτσι εξηγείται γιατί οι έμποροι ζητούν «κυβερνητική σανίδα σωτηρίας», με μέτρα όπως είναι η εφαρμογή των αναστολών για το προσωπικό, η παράταση της προθεσμίας των πληρωμών και η αύξηση των δόσεων όλων των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων σε 120  καθώς και η επανεξέταση του μη επιστρεπτέου μέρους της επιστρεπτέας προκαταβολής, είναι τα ελάχιστα που αναμένουμε».

Ειδικότερα, ο πρόεδρος του ΕΣΑ, αποτυπώνοντας την απογοητευτική κατάσταση της αγοράς που καταγράφεται με την έναρξη των εκπτώσεων, έκανε την ακόλουθη δήλωση:

«Ο Εμπορικός Σύλλογος Αθηνών αλλά και εγώ προσωπικά, ουδέποτε τοποθετηθήκαμε μαξιμαλιστικά ή με κραυγές διαμαρτυρίας για όσα δύσκολα αλλά απαραίτητα αναγκαστήκαμε να αντιμετωπίσουμε όλοι κατά τη διάρκεια της πρωτοφανούς κρίσης.

Ενώ τα στοιχεία για το τζίρο του λιανικού εμπορίου έως και το Γ’ τρίμηνο του 2021 ήταν ενθαρρυντικά, δυστυχώς τα περιοριστικά μέτρα και η μετάλλαξη Όμικρον ψαλίδισαν τις προσδοκίες του εμπορικού κόσμου, με αποτέλεσμα η πτώση που κατέγραψε η αγορά το τελευταίο δίμηνο του 2021, να επιδεινώνεται τις πρώτες ημέρες της χειμερινής εκπτωτικής περιόδου.

Επειδή η πραγματική οικονομία λειτουργεί ως ενιαίο σύνολο και η πτωτική πορεία που εμφανίζεται στην εστίαση και στους συναφείς κλάδους αντανακλάται αυτόματα και στο εμπόριο, είχαμε ως αποτέλεσμα η έναρξη των χειμερινών εκπτώσεων να καταγράφει μειωμένες πωλήσεις έως και 50% σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του τελευταίου έτους κανονικότητας, που είναι το 2019.

Ταυτόχρονα, οι αυξητικές τάσεις του τιμαρίθμου που οφείλονται κυρίως στα τρόφιμα και στο κόστος ενέργειας και μεταφορών, θα επηρεάσει αναπόφευκτα τους υπόλοιπους εμπορικούς κλάδους, οι οποίοι με τιτάνιες προσπάθειες  απορρόφησαν το μεγαλύτερο μέρος, διατηρώντας χαμηλές τιμές για τους καταναλωτές.

Ως εκ τούτου και καθότι ελπίζουμε πως βαδίζουμε τα τελευταία μέτρα ενός δύσκολου και εξαντλητικού αγώνα, θεωρούμε μεγάλο λάθος να κλείσουμε τώρα τα μάτια, ενώ μπορούμε με σχετικά διαχειρίσιμο κόστος, να κρατήσουμε ενεργές τις παραγωγικές μονάδες, που σε λίγους μήνες θα χρειαστούμε ώστε να πετύχουμε τους ρυθμούς ανάπτυξης που επιθυμούμε προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνικής συνοχής.

Σε αυτό το κλίμα, η στοχευμένη και αναλογική στήριξη, που θα συμπεριλαμβάνει και τις εμπορικές επιχειρήσεις που συνεχίζουν να καταγράφουν απώλειες χωρίς δική τους υπαιτιότητα, με μέτρα όπως είναι η εφαρμογή των αναστολών για το προσωπικό, η παράταση της προθεσμίας των πληρωμών και η αύξηση των δόσεων όλων των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων σε 120  καθώς και η επανεξέταση του μη επιστρεπτέου μέρους της επιστρεπτέας προκαταβολής, είναι τα ελάχιστα που αναμένουμε.

Τέλος, επίκαιρη όσο ποτέ είναι και η πρόταση μας για δημιουργία ενός ειδικού προγράμματος ΕΣΠΑ “επανεκκίνησης για το λιανεμπόριο”, ώστε και ο εμπορικός κόσμος να αισθανθεί ότι προστατεύεται και δεν έχει αφεθεί στην τύχη του».