Οι διαπραγματεύσεις για τη λήξη του πολέμου, αλλά και οι δίαυλοι προς τους ομογενείς της Μαριούπολης, βρέθηκαν στο επίκεντρο της συνέντευξης του υπουργού Επικρατείας Γιώργου Γεραπετρίτη στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού Alpha. Μαζί όμως με το ζήτημα της ακρίβειας, θέμα στο οποίο υποσχέθηκε στοχευμένη ενίσχυση προς «εκείνους που πραγματικά τη χρειάζονται», ενώ διαβεβαίωσε πως «δεν υπάρχει κανένας απολύτως κίνδυνος σε ό,τι αφορά την τροφοδοσία σε βασικά αγαθά».
Ξεκινώντας από τον εν εξελίξει πόλεμο, ο υπουργός Επικρατείας εισαγωγικώς παρατήρησε ότι «αυτή τη στιγμή έχουμε μια βιώσιμη ελπίδα ότι θα μπορέσουμε να επανέλθουμε σε καθεστώς κανονικότητας. Δυστυχώς όμως οι παρενέργειες αυτού του πολέμου θα μας συνοδεύσουν για αρκετό καιρό ακόμη», προειδοποίησε.
Ενώ ειδικώς για τους ομογενείς μας στην Ουκρανία δήλωσε: «Είμαστε διαρκώς σε αναζήτηση διαύλων για να μπορέσουμε να βοηθήσουμε τους ομογενείς μας που βρίσκονται σε καθεστώς πολύ μεγάλης δυσχέρειας στη Μαριούπολη και άλλες περιοχές της Ουκρανίας. Ήδη έχουν αναληφθεί πολλές πρωτοβουλίες από το πουργείο Εξωτερικών», τόνισε με την ταυτόχρονη επισήμανση ότι και ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν «έχει ήδη καταστήσει σαφές ότι θα λειτουργήσει ένα σχέδιο για να μπορέσει να υπάρξει αυτού του τύπου η ανθρωπιστική διέξοδος από τη Μαριούπολη. Η Ελλάδα θα είναι στην πρωτοπορία αυτής της αποστολής, και σήμερα και την επόμενη ημέρα της Μαριούπολης, στην ανοικοδόμησή της».
Στο θέμα της ακρίβειας, υπό το πρίσμα της αντιπολιτευτικής κριτικής, ο Γ. Γεραπετρίτης αντέτεινε πως «υπάρχει μια άγνοια στα βασικά: πρόκειται για ένα παγκόσμιο φαινόμενο, το οποίο η Ευρώπη δεν έχει γνωρίσει στο παρελθόν. Έχουμε πράγματι φαινόμενα υψηλών ανατιμήσεων, έχουμε εισαγόμενο πληθωρισμό, ο οποίος είναι μοναδικός τα τελευταία 25 χρόνια. Πρόκειται για ένα φαινόμενο, το οποίο καταδυναστεύει όλες τις οικονομίες, καμία ευρωπαϊκή οικονομία δεν έχει καταφέρει να μπορέσει να αντεπεξέλθει σε αυτό το κύμα ακρίβειας, το οποίο περίπου κατά τα 2/3 τροφοδοτείται από την αύξηση τιμών της ενέργειας», ήταν τα χαρακτηριστικά λόγια του υπουργού Επικρατείας, που πρόσθεσε: «Ο πόλεμος δεν ήρθε εν κενώ, ήδη το τελευταίο τρίμηνο του προηγούμενου έτους είχαν παρατηρηθεί σημάδια πολύ υψηλού πληθωρισμού -κι αυτό γιατί είχε υπάρξει πολύ μεγάλη ζήτηση αμέσως μετά τη λήξη της πανδημίας χωρίς την αντίστοιχη προσφορά». Και, σαν να μην έφθανε αυτό, «ήλθε ο πόλεμος που δημιούργησε ασφυκτικό πλαίσιο για το επίπεδο τροφοδοσίας της ενέργειας. Με αποτέλεσμα, σήμερα να βρισκόμαστε, πράγματι, σε υψηλά επίπεδα».
Σε ό,τι αφορά τις κυβερνητικές παρεμβάσεις, ο Γ. Γεραπετρίτης ξεκίνησε την απάντησή του από τη διαπίστωση ότι «έχουν ήδη υπάρξει πάρα πολύ μεγάλες παρεμβάσεις στην οικονομία και ιδιαίτερα στο επίπεδο της ενίσχυσης της ηλεκτρικής ενέργειας των καταναλωτών, ήδη μέσα στο 2022 έχει υπάρξει σχέδιο περίπου 2 δισ. ευρώ για την ενίσχυση των ευάλωτων νοικοκυριών». Ακολουθεί, επιπροσθέτως, «το επίδομα 200 ευρώ προς όλα τα ευάλωτα νοικοκυριά, σε περίπου 3,5 εκατ. ανθρώπους», ενώ, παραλλήλως, «υπάρχει ήδη σχέδιο για ειδικές κατηγορίες, όπως τους αγρότες έτσι ώστε να αποφύγουμε οποιαδήποτε επισιτιστική κρίση».
Ειδικά δε, για το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, ο υπουργός Επικρατείας επανέλαβε τη βασική, όπως τη χαρακτήρισε, κυβερνητική τοποθέτηση, σύμφωνα με την οποίαν, «οι οριζόντιες μειώσεις ΦΠΑ είναι αμφίβολου αποτελέσματος, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι εν τέλει θα μετακυλισθούν στους καταναλωτές ως εκπτώσεις». Πάντως, προϊδέασε, «υπάρχει πάντοτε ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρξει μείωση του ΦΠΑ σε συγκεκριμένα, πολύ ειδικά προϊόντα».
Μεταξύ άλλων επιχειρημάτων επικαλέστηκε δε, και τη διαπίστωση ότι «οι επί της αρχής οριζόντιες μειώσεις, τύπου ΦΠΑ, ουσιαστικά ευνοούν εκείνους που έχουν μεγαλύτερη κατανάλωση. Το κρίσιμο είναι να έχουμε στοχευμένη, και όχι οριζόντια, ενίσχυση για εκείνους που πραγματικά την χρειάζονται», σημείωσε με έμφαση παραπέμποντας στις ανακοινώσεις «τις αμέσως επόμενες ημέρες, τόσο σε ό,τι αφορά το κομμάτι της οικονομικής στήριξης όσο και στο κομμάτι της επισιτιστικής επάρκειας».
Γι' αυτό το τελευταίο δε, ξεκαθάρισε, και αυτός, πως «δεν υπάρχει κανένας απολύτως κίνδυνος σε ό,τι αφορά την τροφοδοσία σε βασικά αγαθά, σε τρόφιμα». Υπάρχει, άλλωστε, εξήγησε, «ένα πολύ ολοκληρωμένο σχέδιο» – ακόμη και για τα προϊόντα εκείνα τα οποία κατά βάση προέρχονται από τη Ρωσία και την Ουκρανία – «να υπάρξουν εναλλακτικές αγορές, εναλλακτικές δυνατότητες και υποκατάστατα τρόφιμα».