Γραφείο Προϋπολογισμού: Ανάπτυξη κάτω από το 3% και πληθωρισμός έως 11% το 2022

Ανάπτυξη μόλις 2,2% και πληθωρισμό 11% προβλέπει το δυσμενές σενάριο του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους για το 2022, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Το ήπιο σενάριο κάνει λόγο για ανάπτυξη 2,75% (από 3,58% που προέβλεπε το σενάριο αναφοράς προηγουμένως) και πληθωρισμό στο 7,43% (από 6,99% προηγουμένως), με το Γραφείο Προϋπολογισμού να προειδοποιεί σε κάθε περίπτωση για σημαντικές δημοσιονομικές προκλήσεις.

«Η τελική  επίπτωση θα εξαρτηθεί από την διάρκεια του πολέμου, την έκβασή του και την αντίδραση  της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο», επισημαίνει το Γραφείο Προϋπολογισμού, σημειώνοντας ότι οι επιπτώσεις του πολέμου αναμένεται να οδηγήσουν σε έντονες δημοσιονομικές πιέσεις  τόσο από την πλευρά των εσόδων (λόγω οικονομικής επιβράδυνσης) όσο και από την πλευρά  των δαπανών (πίεση για κάλυψη ενεργειακού κόστους).

Ακόμα και αν αποφασιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια παράταση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και για το 2023 ή μια ενδεχόμενη  εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, οι  δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας μας είναι περιορισμένες, τονίζεται. Οι πρωτοφανείς επεκτατικές πολιτικές που ασκήθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας έχουν  προκαλέσει μια σωρευτική δημοσιονομική επιδείνωση της τάξης των 30 δισ. ευρώ. «Ο  συνδυασμός μειωμένων φορολογικών εσόδων και αυξημένων δαπανών, παρότι αναγκαίος  στις έκτακτες συνθήκες, δεν είναι βιώσιμος μεσοπρόθεσμα», αναφέρεται χαρακτηριστικά.

Η έκθεση προσθέτει ότι το ύψος του πρωτογενούς  ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης και του δημόσιου χρέους σε συνδυασμό με την απουσία επενδυτικής βαθμίδας καθιστούν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ιδιαίτερα ευάλωτα  σε ενδεχόμενες διαταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές, παρά τη στήριξη από την ΕΚΤ.

«Με βάση τα παραπάνω θεωρούμε ότι η επαναφορά της δημοσιονομικής ισορροπίας αποτελεί μείζονα προτεραιότητα», σημειώνει το Γραφείο Προϋπολογισμού και τονίζει ότι οι όποιες επεκτατικές παρεμβάσεις πρέπει να είναι προσωρινές και να περιοριστούν  αποκλειστικά στην απορρόφηση του αυξημένου ενεργειακού κόστους με στόχευση στις ευάλωτες ομάδες. Αντίθετα, θα πρέπει να αποφευχθούν οριζόντιες παρεμβάσεις καθώς και  μόνιμα μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης που δεν σχετίζονται με το ενεργειακό κόστος.

Μάλιστα, η έκθεση τονίζει την ανάγκη μια ελάχιστη πολιτική συναίνεση πάνω στους κύριους άξονες στρατηγικής. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Κατανοούμε ότι η έντονη πολιτική πόλωση που επικρατεί δεν ενθαρρύνει τη δημοσιονομική  υπευθυνότητα. Όμως η παράδοση της δημοσιονομικής πλειοδοσίας δεν καθιστά λιγότερο  επιτακτική την ανάγκη προετοιμασίας απέναντι σε προκλήσεις με άγνωστη διάρκεια και  έκβαση. Η δημοσιονομική ασφάλεια της χώρας απαιτεί μια ελάχιστη πολιτική συναίνεση  πάνω στους κύριους άξονες στρατηγικής που θα ενισχύσει το κλίμα οικονομικής  εμπιστοσύνης, θα βελτιώσει το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, και κατ’ επέκταση θα  καταστήσει περισσότερο διαχειρίσιμες τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική  οικονομία. Διαφορετικά, αν η χώρα μας οδηγηθεί σε νέα αύξηση του δημόσιου χρέους,  κινδυνεύει να αντιμετωπίσει δυσάρεστες δημοσιονομικές καταστάσεις».