Τα καύσιμα σε τιμές απλησίαστες. Η θέρμανση με το σταγονόμετρο. Η ηλεκτρική ενέργεια πιο ακριβή από ποτέ. Τα τρόφιμα σε τιμές που κανείς δεν φανταζόταν ότι μπορούν καν να πλησιάσουν. Το ψωμί παγκοσμίως θα χτυπήσει ιστορικό ρεκόρ σε κόστος.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, σε πρώτη φάση και μόνο για το 2022, αναμένεται να στοιχίσει στην παγκόσμια οικονομία τουλάχιστον 400 δισ. δολάρια. Αυτή είναι μια μίνιμουμ εκτίμηση των οικονομολόγων, η οποία βασίζεται και σε μια αισιόδοξη πρόβλεψη: ότι ο πόλεμος αυτός δεν θα κρατήσει όσο κράτησε ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία. Με λίγα λόγια, θα είναι συντομότερος και οι επιπτώσεις του σε στρατηγικές υποδομές, ενέργεια, παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, λιμάνια, σιδηροδρομικά δίκτυα κλπ. θα είναι οι λιγότερες δυνατές. Αυτή η προσέγγιση είναι ωστόσο και πρώιμη και ενδεχομένως μη ρεαλιστική. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο πόλεμος αυτός θα κρατήσει πολύ και θα εξελιχθεί σε ένα ευρωπαϊκό Αφγανιστάν. Σε αυτή την περίπτωση οι οικονομικές επιπτώσεις θα ξεπεράσουν κατά πολύ τα 400 δισ. τον χρόνο.
Στην Ελλάδα, συγκεκριμένα, οπού η οικονομία βρισκόταν σε τροχιά να σημειώσει ανάπτυξη άνω του 5% εφέτος, οι υψηλές τιμές ενέργειας, που θα επιβαρύνουν σημαντικά τμήματα της οικονομίας, όπως την πρωτογενή παραγωγή, τη βιομηχανία, τις μεταφορές και τον τουρισμό, θα μπορούσαν να έχουν μια αρνητική επίπτωση στον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της Ελλάδας κατά 1%, με το συνολικό κόστος του πολέμου πάντως να μην μπορεί να προσδιοριστεί ακόμη.
Οι τέσσερις πηγές της αβεβαιότητας
Κατά τον υπουργό Οικονομικών, Χρήστο Σταϊκούρα, η ρωσική εισβολή έχει δημιουργήσει τέσσερις πυλώνες αβεβαιότητας στον τομέα της οικονομίας. Αρχικά, στο εμπόριο, όπου συνολικά η Ευρώπη έχει σημαντική εξάρτηση από τις δύο εμπλεκόμενες στον πόλεμο χώρες σε συγκεκριμένα προϊόντα, όπως τα σιτηρά. Δεύτερον, στη μείωση της επενδυτικής εμπιστοσύνης, καθώς σε περιόδους κρίσεων παραδοσιακά οι επενδυτές στρέφονται σε «ασφαλή λιμάνια». Τρίτον, στο πεδίο του πληθωρισμού, που φέρνει ανατιμήσεις σε ενέργεια, λιπάσματα και σιτάρι και κραδασμούς στον τουρισμό, και, τέταρτον, στην αύξηση του δημοσιονομικού κόστους.
Πιο συγκεκριμένα, βασική αρνητική επίπτωση στην Ευρώπη και στην Ελλάδα θα προέρχεται από την αύξηση του ενεργειακού κόστους, που πιθανότατα θα είναι πολύ πιο σημαντική στο επόμενο διάστημα, με τους αναλυτές να «βλέπουν» πως το πετρέλαιο θα φτάσει τα 125 δολ. το βαρέλι σύντομα, ενώ αν η Ρωσία ως αντίποινα στις κυρώσεις της Δύσης σταματήσει την παροχή φυσικού αερίου στην Ευρώπη, οι τιμές μπορεί να εκτιναχθούν.
Εάν η πολεμική σύγκρουση δεν περιοριστεί σύντομα, οι θετικές προβλέψεις για τον τουρισμό, με τα έσοδα να αναμένεται πως το 2022 θα ξεπεράσουν αυτά του 2019, θα μετριαστούν καθώς θα προκληθεί αβεβαιότητα για τις μετακινήσεις και υψηλότερο κόστος για τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά, παρά το γεγονός ότι από τα 18 δισ. ευρώ ταξιδιωτικών εισπράξεων του 2019 μόνο τα 433 εκατ. προήλθαν από τη Ρωσία, που δεν είναι πλέον σημαντική αγορά.
Παράλληλα, οι αναταράξεις στις κεφαλαιαγορές επηρεάζουν το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων και οικονομιών όπως η ελληνική, που δεν διαθέτει ακόμη την «επενδυτική βαθμίδα», ενώ αυξάνουν και το δημοσιονομικό κόστος την ώρα που η χώρα θέλει να βρεθεί σε τροχιά επιστροφής σε πρωτογενή πλεονάσματα. Τα νέα δεδομένα ανοίγουν πάντως ένα «παράθυρο» για παράταση της δημοσιονομικής ευελιξίας σε επίπεδο ευρωζώνης, με το ενδεχόμενο να παραταθεί και το 2023 η ρήτρα διαφυγής να μην μπορεί να αποκλειστεί.
Με βάση τις εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου πως κάθε αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου κατά 10 ευρώ/MWh έχει καθαρή επίπτωση 600 εκατ. ευρώ ή περίπου 0,3% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση (αν και η αντίστοιχη εκτίμηση της Κομισιόν φθάνει 0,5% του ΑΕΠ της ευρωζώνης), το κόστος για την ελληνική οικονομία υπολογίζεται ως εξής:
Καθώς η κυβέρνηση θα συνεχίσει το πρόγραμμα επιδότησης των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου για νοικοκυριά, υπολογίζεται ένα ετήσιο κόστος στα 3-4,5 δισ. ευρώ προκειμένου να διατηρηθούν τα τρέχοντα επίπεδα επιδότησης. Όμως η χρηματοδότηση των επιδοτήσεων προέρχεται κατά 3-3,5 δισ. ευρώ, ανάλογα με την επικρατούσα ισχύ και τις τιμές CO2, από το πλεόνασμα που συσσωρεύτηκε στον λογαριασμό ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ) λόγω της απόδοσης των κύριων ροών εσόδων σε περιβάλλον υψηλών τιμών, το οποίο είναι και δημοσιονομικά ουδέτερο. Έτσι η τελική επίπτωση στον προϋπολογισμό περιορίζεται σε 0,5-2 δισ. ευρώ ή 0,3% με 1% του ΑΕΠ.
Όπως και να έχει, ο πόλεμος επηρεάζει μερικώς τις ελληνικές επιχειρήσεις, τις εισαγωγές, τις εξαγωγές και την ίδια την οικονομία. Οι ελληνικές εξαγωγές προς τη Ρωσική Ομοσπονδία κινούνται πάντως ετησίως στα επίπεδα μόλις των 200 εκατ. ευρώ, ενώ οι ρωσικές εξαγωγές στα 4 δισ. ευρώ. Στην Ουκρανία δραστηριοποιούνται περί τις 45 ελληνικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται κυρίως στον χώρο της εμπορίας τροφίμων, φρούτων και λαχανικών, επιλογής προσωπικού για την ελληνική ναυτιλία, παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, τουρισμού και εστίασης.
Αυξάνονται οι τιμές στα τρόφιμα
Οι τιμές για βασικά τρόφιμα, όπως το σιτάρι, το ηλιέλαιο και το καλαμπόκι έχουν ήδη φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ τις τελευταίες μέρες, όπως δείχνει και ο δείκτης τιμών τροφίμων του ΟΗΕ, ο οποίος υπολογίζει το κόστος πολλών βασικών προϊόντων μαζί.
Με τις πιθανότητες για ειρήνη να είναι μικρές, φαίνεται πως ο πλανήτης είναι ενώπιον μιας παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης.
Ακόμα και πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο κόσμος ήδη αντιμετώπιζε υψηλές τιμές στην ενέργεια, τα τρόφιμα και και τη ναυτιλία, καθώς η ζήτηση μετά την πανδημία επανήλθε ταχύτερα από την προσφορά. Τώρα, ο πόλεμος έρχεται να επιδεινώσει την κατάσταση, καθώς γίνεται μεταξύ δύο γιγάντων της γεωργίας.
Ο νούμερο ένα εξαγωγέας σιταριού στον κόσμο έχει εισβάλει στο νούμερο πέντε της ίδιας λίστας – μαζί Ρωσία και Ουκρανία παράγουν το 30% του σιταριού στις παγκόσμιες αγορές.
Η Ουκρανία έχει απαγορεύσει τις εξαγωγές λόγω του πολέμου και οι οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία έχουν απομακρύνει τους αγοραστές.
Η κίτρινη λωρίδα στην ουκρανική σημαία αντιπροσωπεύει τα τεράστια χωράφια με ηλιοτρόπια που έχει η χώρα.
Η Ουκρανία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ηλιέλαιου, αντιπροσωπεύοντας περισσότερο από το 40% της παγκόσμιας προσφοράς. Η Ρωσία δεν είναι μακριά, καθώς αντιπροσωπεύει το ¼ της αγοράς.
Λόγω του πολέμου, τα εργοστάσια ηλιέλαιου της Ουκρανίας έχουν σταματήσει την παραγωγή. Ως συνέπεια, έχει αυξηθεί κατακόρυφα η αύξηση σε υποκατάστα όπως το φοινικέλαιο, του οποίου η τιμή έχει και αυτή εκτιναχθεί.
Εκτός αυτού, για μια καλή σοδειά, οι αγρότες χρειάζονται λίπασμα. Και ποια είναι η κορυφαία εξαγωγέας λιπασμάτων στον κόσμο; Η Ρωσία, η οποία έχει απαγορεύσει πλέον τις εξαγωγές, αυξάνοντας έτσι το κόστος παραγωγής σε άλλες χώρες.
Το καλάθι των καταναλωτών στην Ελλάδα, αλλά και σε όλο τον κόσμο, έχει «βαρύνει» από τις υψηλές τιμές και αυτό δεν αναμένεται να αλλάξει σύντομα…