«Η παρούσα ενεργειακή κρίση αποτελεί ευκαιρία για την Ελλάδα, καθώς, πλέον, είναι φθηνές οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οπότε αν τρέξει η Ελλάδα, στα επόμενα τρία με τέσσερα χρόνια θα μπορεί, σχεδόν, να καλύψει τις ημερήσιες ανάγκες της από ανανεώσιμες πηγές, ενώ μπορεί να είναι παρούσα και στην παραγωγή υδρογόνου και επιπλέον να γίνει και εξαγωγέας και διανομέας ενέργειας».
Αυτό υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων 'Αδωνις Γεωργιάδης στο πλαίσιο εργασιών του 10ου συνεδρίου Athens Energy Dialogues.
Από την πλευρά του, ο αναπληρωτής υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Νίκος Παπαθανάσης, στην τοποθέτησή του, γνωστοποίησε ότι υπάρχει έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον από επιχειρήσεις που ασχολούνται με τεχνολογίες αιχμής για τις περιοχές Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης.
Ο υπουργός σημείωσε στην ομιλία του ότι, γενικά, ο χώρος ενέργειας την επόμενη δεκαετία θα είναι διαφορετικός και έκανε ιδιαίτερη αναφορά στην ευκαιρία που παρουσιάζεται για τις επενδύσεις σε ΑΠΕ, καθώς η ενεργειακή κρίση επιταχύνει τις εξελίξεις σε αυτό τον τομέα.
Όπως σημείωσε, καμμία κοινωνία δεν μπορεί να αντέξει αυτές τις τιμές ενέργειας άρα όλοι θα κάνουν ό,τι μπορούν να ελαφρύνουν τον καταναλωτη, αλλά αυτό θα γίνει με τρόπο, ώστε να μην καταστραφούν εταιρείες. Αλλά, υπογράμμισε ότι, ταυτόχρονα, η συγκυρία είναι κατάλληλη για επενδύσεις στις ΑΠΕ και το στοίχημα για την Ελληνική κυβέρνηση δεν είναι αν θα εξακολουθήσει να υπάρχει έντονο ενδιαφέρον, αλλά πόσες άδειες θα μπορεί να εγκρίνει και να μπορεί να ανταποκριθεί το δίκτυο στις νέες συνθήκες.
«Επενδύσεις θα υπάρξουν και εργαζόμαστε για να είμαστε έτοιμοι να τις υποδεχθούμε» όπως είπε.
Ο ίδιος πρόσθεσε ότι, πριν ένα χρόνο κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα γίνει, τόσο στο θέμα της ενέργειας όσο και στο στο πλαίσιο της μεγάλης πτώσης του ευρώ σε σχέση με το δολάριο, ενώ, πλέον, έχει εμφανιστεί μείωση και στα φορολογικά έσοδα λόγω της μείωσης της κατανάλωσης.
«Ο καταναλωτής πιέζεται κι αυτό φαίνεται και στην κατανάλωση, αλλά, ήδη, έχουμε πάρει μια σειρά μέτρων με σημαντική δημοσιονομική επιβάρυνση» είπε ο κ. Παπαθανάσης και σημείωσε ότι ετοιμάζονται κι άλλες δράσεις όπως ότι «θα ξεκινήσει τις επόμενες εβδομάδες το πρόγραμμα αντικατάστασης για κλιματιστικά και ψυγεία», ενώ συνεχίζεται η διαδικασία για περαιτέρω απλοποίηση των αδειοδοτήσεων και παράλληλα προχωρούν οι διαδικασίες και για το ειδικό πρόγραμμα στο ΕΣΠΑ, που αφορά στην αυτοπαραγωγή και ιδιοκατανάλωση για τη μέση κι μικρή βιομηχανία.
Δεν θα καλυφθούν στο 100% οι ανάγκες, πρόσθεσε ο υπουργός, καθώς χρειάζεται και μπαταρία κι αυτό είναι ακριβή επενδυση, αλλά, έστω, θα επιτυγχάνεται εξοικονόμηση μέσα στη μέρα ενώ τέλος υπογράμμισε την σημασία που δίνεται να ανανεωθεί, γρήγορα, και το δίκτυο.
Μεγάλο ενδιαφέρον για επενδύσεις στις περιοχές απολιγνιτοποίησης από επιχειρήσεις τεχνολογικής αιχμής
«Ο μόνος δρόμος για προστασία του περιβάλλοντος και φθηνή ενέργεια είναι να χρησιμοποιούμε τις ΑΠΕ» σημείωσε ο αναπληρωτής υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων Νίκος Παπαθανάσης στο ίδιο συνέδριο.
Ο κ. Παπαθανάσης υπογράμμισε την αξία που έχει να υπενθυμίσει πως μέχρι το 2019 δεν είχε γίνει τίποτα – εκτός από την υπογραφή μίας υπουργικής απόφασης – για τις περιοχές απολιγνιτοποίησης και Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης, ενώ σήμερα, όπώς σημείωσε, υλοποιείται ένα πλήρες πλέγμα δράσεων.
Σύμφωνα με τον υπουργό από το 2019 έχει τρέξει ένα ενδιάμεσο μεταβατικό πρόγραμμα, σχεδιάστηκε το πρόγραμμα της Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης, άλλαξε ο χάρτης περιφερειακών επενδύσεων, έχουν συμπεριληφθεί εργαλεία στο αναπτυξιακό νόμο, προβλέπονται εργαλεία και μέσω των μεγάλων στρατηγικών επενδύσεων, υπάρχει πρόβλεψη κονδυλίων και στο νέο ΕΣΠΑ «και είναι και το πρώτο πρόγραμμα που εγκρίνεται από την ΕΕ», όπως τόνισε.
Τέλος, όπως σημείωσε, «θα μετρηθούμε και στο κομμάτι της ανεργίας με μια πολιτεία και ένα κράτος που έστρεψε την προσοχή του σε ένα πρόβλημα δίνοντας το πλαίσιο και τις δράσεις για την απαραίτητη κινητικότητα με αποτέλεσμα να έχει εκδηλωθεί, ήδη, μεγάλο ενδιαφέρον για επενδύσεις στις περιοχές απολιγνιτοποίησης κυρίως από επιχειρησεις τεχνολογικής αιχμής. Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχει συνεννόηση και με την πανεπιστημιακή κοινότητα για τις νέες ειδικότητες που χρειάζονται στο μέλλον για να κρατηθούν οι εργαζόμενοι στις περιοχές αυτές».