Το σκηνικό για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2022 και τα επόμενα έτη έχει ήδη μεταβληθεί. Η μείωση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης του α’ τριμήνου σε σχέση με το προηγούμενο έτος και η εκτίναξη του πληθωρισμού, ειδικά τον Μάϊο, σε συνδυασμό με την επίσημη είσοδο σε ανοδικό κύκλο των επιτοκίων παρέμβασης από την ΕΚΤ, έχουν τροποποιήσει δραστικά τα δεδομένα και η Ελλάδα πρέπει να προσαρμοστεί και να κινηθεί σε νέο, πιο δύσκολο, περιβάλλον.
Οι αναλυτές της Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων, σύμφωνα με το οποίο τα νέα στοιχεία που πρέπει να αξιολογηθούν είναι τα εξής πέντε:
Πρώτον, η ισχυρή πληθωριστική διαταραχή από την πλευρά του κόστους της ενέργειας επενεργεί πλέον παράλληλα με τις πληθωριστικές πιέσεις που προέρχονται από την πλευρά της ζήτησης, ενισχύοντας την τιμολογιακή δύναμη των επιχειρήσεων σε ένα ευρύ φάσμα τομέων δραστηριότητας.
Δεύτερον, η καταναλωτική και η επενδυτική δαπάνη διατηρούν την ισχυρή δυναμική που ανέπτυξαν μετά την χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων (+11,6% και +12,7% σε ετήσια βάση, αντίστοιχα, το πρώτο τρίμηνο του 2022), χωρίς να γίνεται ακόμη ορατή κάποια ισχυρή αρνητική επίδραση από την αποδυνάμωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών εξαιτίας των υψηλότερου κόστους στέγασης, θέρμανσης και μεταφοράς. Το στοιχείο αυτό μπορεί να αποδοθεί:
(α) στη μερική χρήση των αποταμιευτικών πόρων που συσσώρευσαν τα νοικοκυριά και η οποία αντανακλάται στη μείωση των καταθέσεών τους, κατά το πρώτο τρίμηνο,
(β) στην ανθεκτικότητα του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος, ο οποίος αν και σημείωσε πτώση τον Μάρτιο και τον Απρίλιο εξαιτίας του πολέμου και της επακόλουθης αβεβαιότητας που επικρατεί στην Ευρώπη, ανέκαμψε εκ νέου τον Μάιο σε 108 μονάδες, που αποτελεί τη δεύτερη υψηλότερη τιμή μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27), μετά την Κροατία,
(γ) στη θετική επίδραση των νέων δημοσιονομικών μέτρων στήριξης των νοικοκυριών για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης τα οποία σύμφωνα με το Ινστιτούτο Bruegel (“National policies to shield consumers from rising energy prices”, 13.6.2022) ήταν από τα υψηλότερα στην Ευρώπη ως ποσοστό του ΑΕΠ,
(δ) στη συνεχιζόμενη ενίσχυση του ποσοστού απασχόλησης το οποίο έχει αυξηθεί από 84,3%, τον Φεβρουάριο του 2020, πριν την πανδημία, σε 87,8%, τον Μάρτιο του 2022.
Τρίτον, παρά την αναμενόμενη εξασθένηση του ετήσιου ρυθμού μεγέθυνσης, σε σταθερές τιμές, στα επόμενα τρίμηνα (καθώς η επίδοση 7% του πρώτου τριμήνου εμπεριείχε ισχυρές επιδράσεις βάσης συγκρινόμενη με την πτώση 1,7%, το αντίστοιχο τρίμηνο πέρυσι, που ήταν σε εφαρμογή το lockdown), η προσδοκώμενη άνοδος του ΑΕΠ για το σύνολο του έτους είναι πλέον σημαντικά υψηλότερη από εκείνη της πρώτης εκτίμησης μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Τέταρτον, η ταχεία αύξηση της επενδυτικής – δημόσιας και ιδιωτικής – δαπάνης με την άμεση στήριξη των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και της μόχλευσής τους από την πλευρά του χρηματοπιστωτικού τομέα, σε συνδυασμό με τη σημαντική αύξηση των ταξιδιωτικών εισπράξεων, θα αμβλύνει σημαντικά τις επιπτώσεις των αυξημένων τιμών της ενέργειας στην οικονομική δραστηριότητα και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος και τα ιστορικά στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα πέτυχε το 2021 την καλύτερη επίδοση εισροής άμεσων ξένων επενδύσεων της τελευταίας τριαντακονταετίας (2,7% του ΑΕΠ).
Πέμπτον, οι κύριοι κίνδυνοι για ενδεχόμενη επί τα χείρω αναθεώρηση της εκτίμησης για τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης του 2022 αφορούν αφενός στην επίπτωση των διευρυμένων περιθωρίων απόδοσης των ελληνικών κρατικών ομολόγων (288 μ.β., την 10.6.2022, σε σχέση με 100 μ.β., τον περυσινό Ιούνιο) σε ένα διεθνές περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας, επί του κόστους δανεισμού και αφετέρου στην αρνητική επίδραση της διατήρησης των αυξημένων τιμών ενέργειας επί του διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών, σε όρους αγοραστικής δύναμης.
Ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ της Ελλάδας σε σταθερές τιμές το πρώτο τρίμηνο του 2022 ήταν υψηλότερος σε σχέση με τους αντίστοιχους μέσους όρους τόσο της Ευρωζώνης (5,4%), όσο και των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (5,6%), ενώ, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το ΑΕΠ της Ελλάδας θα αυξηθεί περισσότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 σωρευτικά τη διετία 2022-2023.
Οι ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες το ΑΕΠ αυξήθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2022 με τον ισχυρότερο ρυθμό σε ετήσια βάση ήταν η Πορτογαλία (11,9%), η Ιρλανδία (11,3%) και ακολούθησαν η Σλοβενία (9,6%) και η Πολωνία (9,2%). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τρείς πρώτες χώρες έχουν συγκριτικά χαμηλή ή και μηδενική εξάρτηση από τις εισαγωγές φυσικού αερίου και πετρελαίου από τη Ρωσία, ενώ για την Πολωνία το 72% των εισαγωγών πετρελαίου και το 55% των εισαγωγών φυσικού αερίου προέρχεται από τη Ρωσία.
Η εξέλιξη του πραγματικού ΑΕΠ, του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος και των συνιστωσών της ενεργού ζήτησης:
Ανάλυση Συνιστωσών Ζήτησης: 1ο τρίμηνο του 2022
Σύμφωνα με την πρόσφατη ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ, η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας το πρώτο τρίμηνο του 2022 στην Ελλάδα ήταν ισχυρή, καθώς το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 7% σε ετήσια βάση και προήλθε από την ενίσχυση πρωτίστως της ιδιωτικής κατανάλωσης και δευτερευόντως των επενδύσεων. Αντίθετα, ο εξωτερικός τομέας συνέβαλε αρνητικά, καθώς η αξία των εισαγωγών επιβαρύνθηκε από τις αυξημένες τιμές της ενέργειας σε σχέση με πέρυσι.
Το προϊόν της χώρας σημείωσε άνοδο, το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, για έβδομο συνεχόμενο τρίμηνο, σε τριμηνιαία βάση (2,3%, Γράφημα 1), ενώ, παράλληλα, η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε κατά 11,6% σε ετήσια βάση, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη θετική συμβολή στην άνοδο του ΑΕΠ, ύψους 7,9 ποσοστιαίων μονάδων (Γράφημα 2). Ο δείκτης όγκου λιανικού εμπορίου, εξαιρουμένων των καυσίμων και των λιπαντικών, αυξήθηκε κατά 7,2% σε ετήσια βάση, το πρώτο τρίμηνο του 2022, ενώ οι πωλήσεις επιβατικών Ι.Χ. αυτοκινήτων κατέγραψαν ετήσια άνοδο κατά 13,8%, στο ίδιο χρονικό διάστημα. Παράλληλα, ο ΕνΔΤΚ αυξήθηκε κατά 7,9% κατά μέσο όρο, το πρώτο πεντάμηνο του τρέχοντος έτους.
Θετικά συνέβαλε η δημόσια κατανάλωση κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες, ως απόρροια των επιπρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που υιοθέτησε η κυβέρνηση και αφορούσαν πρωτίστως στην αντιμετώπιση της ανόδου του ενεργειακού κόστους.
Οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 12,7% σε ετήσια βάση, συμβάλλοντας θετικά κατά 1,6 ποσοστιαίες μονάδες στη μεταβολή του ΑΕΠ, ενώ οριακή ήταν η συμβολή των αποθεμάτων (συμπεριλαμβανομένων των στατιστικών διαφορών), η οποία διαμορφώθηκε σε 0,2 ποσοστιαίες μονάδες.
Ως προς την ανάλυση των επενδύσεων ανά κατηγορία, οι επενδύσεις σε κατοικίες αυξήθηκαν κατά 18,6%, σε λοιπές κατασκευές εκτός κατοικιών κατά 15,9%, σε μηχανολογικό και τεχνολογικό εξοπλισμό κατά 15,4%, ενώ οι λοιπές επενδύσεις κατέγραψαν ετήσια άνοδο ύψους 8%.
Τις μεγαλύτερες θετικές συμβολές στην άνοδο των επενδύσεων είχαν οι επενδύσεις σε μηχανολογικό και τεχνολογικό εξοπλισμό (5,5 π.μ.) και σε κατασκευές εκτός των κατοικιών (3,7 π.μ.). Αντίθετα, οι επενδύσεις σε μεταφορικό εξοπλισμό μειώθηκαν το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους κατά 2,6% σε ετήσια βάση.
Σημειώνεται ότι εντός του Απριλίου εκταμιεύτηκαν Ευρώ 3,6 δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης από τα οποία Ευρώ 1,72 δισ. αφορούν σε επιδοτήσεις και Ευρώ 1,84 δισ. σε δάνεια, ενώ αναμένεται στο προσεχές διάστημα να πραγματοποιηθούν οι πρώτες εκταμιεύσεις στο πλαίσιο του προγράμματος από τις ελληνικές τράπεζες. Τα ευρωπαϊκά κονδύλια, σε συνδυασμό με τις νέες επενδύσεις που αναμένεται να κινητοποιήσουν, εκτιμάται ότι θα έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική θετική συμβολή των επενδύσεων στο ΑΕΠ κατά το τρέχον έτος.
Τέλος, οι καθαρές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών είχαν αρνητική συμβολή στη μεταβολή του ΑΕΠ του πρώτου τριμήνου, κατά 3,1 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς η άνοδος στις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (κατά 17,5% σε ετήσια βάση) υπερέβη την αύξηση στις αντίστοιχες εξαγωγές (κατά 9,6%).
Συγκεκριμένα, οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 17,8%, ενώ και οι εξαγωγές αγαθών συνέχισαν να αυξάνονται αν και με ηπιότερο ρυθμό (2,5%). Αξιοσημείωτη άνοδο κατέγραψαν και οι εξαγωγές υπηρεσιών (23%), με τις ταξιδιωτικές εισπράξεις να έχουν αυξηθεί κατά σχεδόν 3,5 φορές το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα πέρυσι. Σημειώνεται ότι, το πρώτο τρίμηνο του 2021, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις είχαν μειωθεί κατά 82% σε ετήσια βάση.
Ανάλυση Συνιστωσών Προσφοράς: 1ο τρίμηνο του 2022
Από την πλευρά της παραγωγής, τη μεγαλύτερη θετική συμβολή στην ετήσια άνοδο της Ακαθάριστης Προστιθέμενη Αξίας (ΑΠΑ), το πρώτο τρίμηνο του 2022, είχαν οι υπηρεσίες και ακολούθησε ο δευτερογενής τομέας, ενώ η συμβολή του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας ήταν οριακά αρνητική (Γράφημα 4).
Πιο αναλυτικά, η συμβολή του τριτογενούς τομέα, ο οποίος συμμετείχε κατά 77% στη διαμόρφωση της ΑΠΑ, ανήλθε, το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, σε 5,4 μονάδες, καταγράφοντας ετήσια άνοδο 7%. Συγκεκριμένα, το προϊόν του κλάδου «εμπόριο-παροχή καταλύματος και εστίαση-μεταφορές» αυξήθηκε κατά 17,8% σε ετήσια βάση, συνεισφέροντας 4,2 μονάδες στην αύξηση της ΑΠΑ. Επιπλέον, οι υπηρεσίες, εξαιρουμένων του εμπορίου, του τουρισμού και των μεταφορών, κατέγραψαν άνοδο κατά 2,2%, ενώ η συμβολή τους στην ΑΠΑ διαμορφώθηκε στις 1,2 εκατοστιαίες μονάδες.
Η θετική συμβολή του δευτερογενούς τομέα στην αύξηση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας ήταν επίσης σημαντική (1,3 ποσοστιαίες μονάδες) και προήλθε, πρωτίστως, από τον δευτερογενή τομέα εκτός των κατασκευών, δηλαδή από τη βιομηχανία (1 π.μ.) και, δευτερευόντως, από τη θετική συνεισφορά των κατασκευών (0,3 π.μ.). Η εξέλιξη αυτή συμβαδίζει με την ανοδική πορεία του δείκτη μεταποιητικής παραγωγής, ο οποίος σημείωσε άνοδο κατά 3,4% σε ετήσια βάση, το πρώτο τετράμηνο του 2022.
Επιπρόσθετα, οι προσδοκίες για τις επιδόσεις του κλάδου στο άμεσο χρονικό διάστημα, όπως αποτυπώνονται στην εξέλιξη του δείκτη Υπευθύνων για τις Προμήθειες στη Μεταποίηση (Purchasing Managers’ Index), παραμένουν θετικές. Παρά το γεγονός ότι ο δείκτης PMI επιδεινώθηκε ελαφρώς από την αρχή του τρέχοντος έτους, παραμένει πάνω από τις 50 μονάδες, υποδεικνύοντας σημαντική βελτίωση των λειτουργικών συνθηκών του κλάδου το επόμενο διάστημα. Συγκεκριμένα, τον Μάιο, ο δείκτης PMI ανήλθε στις 53,8 μονάδες από τις 54,8 μονάδες του Απριλίου.
Τέλος, ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας, ο οποίος αποτελεί λιγότερο από το 4% της ΑΠΑ, συνέχισε να έχει οριακά αρνητική συμβολή, το πρώτο τρίμηνο (-0,2 π.μ.), καθώς σημείωσε πτώση κατά 4,2% σε ετήσια βάση, σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2021.