Στα ορυκτά καύσιμα στράφηκε η ΕΕ πολύ πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία

Κυρίαρχα και πάλι τα ορυκτά καύσιμα στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ, όπως δείχνουν τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat συνολικά για το 2021, δηλαδή πολύ πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο οποίος αναμφισβήτητα επιδείνωσε την κατάσταση.

Παράλληλα, η συνολική παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ αυξήθηκε κατά 4,2% σε σύγκριση με το 2020, και τα ορυκτά καύσιμα πλέον αποτελούν την κύρια πηγή, ενώ ένα χρόνο πριν, το 2020, η κατηγορία των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είχε ξεπεράσει τα ορυκτά καύσιμα.

Όσον αφορά στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τα προκαταρκτικά στοιχεία για το 2021 δείχνουν ότι στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργεια, αυξήθηκε το ποσοστό της ηλιακής ενέργεια (+13,0%), ενώ έπονται τα στερεά βιοκαύσιμα (+9,6%).

Αντίθετα, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από υδροηλεκτρικά εργοστάσια και αιολική ενέργεια μειώθηκε (-1,2% και -3,0%, αντίστοιχα).

Ταυτόχρονα, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ορισμένα στερεά ορυκτά καύσιμα αυξήθηκε σημαντικά το 2021, όπως ο λιθάνθρακας (+25,6%) και λιγνίτης (+16,2 %).
Σε σύγκριση με το 2020, η παραγωγή ενέργειας από πυρηνικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής αυξήθηκε κατά 7,0%.

Τη μεγαλύτερη συνεισφορά στο σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ είχε η πυρηνική ενέργεια με 731 τεραβατώρες (TWh), το φυσικό αέριο (550 TWh), η αιολική ενέργεια (386 TWh), η υδροηλεκτρική ενέργεια (370 TWh). ), ο λιγνίτης (227 TWh), ο λιθάνθρακας (193 TWh) και η ηλιακή ενέργεια (163 TWh).

Τέλος, ενώ οι τιμές του φυσικού αερίου εκτοξεύονταν, ιδιαίτερα το δεύτερο εξάμηνο του 2021, η κατανάλωση ήταν η υψηλότερη που καταγράφηκε τα τελευταία δέκα χρόνια στην ΕΕ, φτάνοντας τα 15,8 εκατομμύρια terajoules (TJ), σημειώνοντας αύξηση 3,9% σε σύγκριση με το 2020.

Οι καθαρές εισαγωγές φυσικού αερίου αποτελούσαν το 86,4% της εσωτερικής κατανάλωσης στην ΕΕ το 2021, παρουσιάζοντας αύξηση 4,0% σε σύγκριση με το 2020.

Το 2021, μόνο 1,7 εκατομμύρια TJ φυσικού αερίου προήλθαν από την εγχώρια παραγωγή, παρουσιάζοντας πτώση 8,7% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.