"Μόνο μέσα στο 2022 έχουμε εξοικονομήσει πάνω από μισό δισ. ευρώ, επειδή η αύξηση της παραγωγής ενέργειας των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) μας επέτρεψε να εισαγάγουμε λιγότερο φυσικό αέριο, σε σχέση με περασμένες χρονιές".
Αυτό επισημαίνει, σε δηλώσεις του στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας, με αφορμή τους επικείμενους διαγωνισμούς για νέες μονάδες Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) που αποφάσισε το υπουργείο, αλλά και την αναβάθμιση των στόχων για συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο ως το 2030.
«Αμετάθετος στόχος της κυβέρνησής μας, τονίζει ο υπουργός, παραμένει η Πράσινη Μετάβαση, την οποία υλοποιούμε παρά τις πρωτοφανείς δυσκολίες που προκαλεί ο οικονομικός πόλεμος που έχει κηρύξει η Ρωσία στην Ευρώπη, συνεπώς και στην Ελλάδα. Ήδη έχουμε τετραπλασιάσει τις εγκαταστάσεις Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας τα τελευταία τρία χρόνια, με διπλό αποτέλεσμα: Πρώτον να δώσουμε ώθηση στην αλλαγή του μείγματος παραγωγής ενέργειας υπέρ του Περιβάλλοντος και δεύτερον να επιτύχουμε σημαντική εξοικονόμηση στις τσέπες των πολιτών. Την πολιτική αυτή που οδηγεί στην ενεργειακή αυτονομία της χώρας την πιστεύουμε, την υλοποιούμε και θα τη συνεχίσουμε με αποφασιστικότητα».
Το ΥΠΕΝ προχωρά σε μπαράζ διαγωνισμών για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας συνολικής ισχύος 3.800 μεγαβάτ με στόχο – μεταξύ άλλων – την επιτάχυνση της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και κυρίως το ρωσικό φυσικό αέριο.
Ο πρώτος διαγωνισμός για 1000 μεγαβάτ θα γίνει το Σεπτέμβριο και θα ακολουθήσει δεύτερος διαγωνισμός μέσα στη χρονιά για 600 μεγαβάτ. Η απόφαση του κ. Σκρέκα με την οποία καθορίστηκαν οι προδιαγραφές του πρώτου διαγωνισμού θεσπίζει και το χρονοδιάγραμμα για την υλοποίηση των επόμενων διαγωνιστικών διαδικασιών το οποίο έχει ως εξής:
-Το 2022 θα γίνουν διαγωνισμοί για 1700 μεγαβάτ αιολικών και φωτοβολταϊκών σταθμών καθώς και 200 μεγαβάτ αιολικά, φωτοβολταϊκά σε συνδυασμό με αποθήκευση ενέργειας.
-Το 2023 ακολουθούν διαγωνισμοί για 1400 μεγαβάτ.
-Το 2024 άλλα 500 μεγαβάτ.
Οι μονάδες αυτές αποτελούν ένα τμήμα των επενδύσεων που απαιτούνται για να επιτευχθούν οι στόχοι του 2030 σε πρώτη φάση και ο τελικός στόχος της κλιματικής ουδετερότητας το 2050, καθώς πρόσθετες μονάδες αναμένεται να ενταχθούν εκτός διαγωνισμών. Οι στόχοι όπως τους προδιέγραψε πρόσφατα ο κ. Σκρέκας και θα αποτυπωθούν σύντομα στο νέο ενεργειακό σχεδιασμό είναι, το ποσοστό συμμετοχής των ΑΠΕ στο ισοζύγιο ηλεκτρικής ενέργειας να αυξηθεί από 42% το 2021 (που ήταν το μερίδιο αιολικών, φωτοβολταϊκών, υδροηλεκτρικών κλπ. ΑΠΕ) σε 50% το 2022, 62% το 2026 και πάνω από 70% το 2030. Τη χρονιά αυτή θα λειτουργούν σύμφωνα με τον προγραμματισμό μονάδες ΑΠΕ ισχύος 24 γιγαβάτ, άλλα 2,5 γιγαβάτ υπεράκτια αιολικά και μονάδες αποθήκευσης 5 γιγαβάτ.
Όπως επισημαίνουν οι εκπρόσωποι του κλάδου των ΑΠΕ το μεγάλο στοίχημα για την επίτευξη των στόχων, εκτός από την απλούστευση των διαδικασιών αδειοδότησης με ρυθμίσεις όπως αυτές που ψηφίστηκαν πρόσφατα από τη Βουλή, είναι η αναβάθμιση των δικτύων προκειμένου να "χωράνε" περισσότερες μονάδες και να αυξηθεί η δυνατότητα απορρόφησης "πράσινης" ενέργειας.
Οι διαγωνισμοί που αποφάσισε το ΥΠΕΝ και υλοποιεί η ΡΑΕ γίνονται με κριτήριο αξιολόγησης την χαμηλότερη τιμή πώλησης της "πράσινης" ενέργειας στο δίκτυο. Η προκήρυξη θέτει τις τιμές εκκίνησης (που είναι οι ανώτατες τιμές) οι οποίες για τον διαγωνισμό του Σεπτεμβρίου καθορίζονται για τους φωτοβολταϊκούς σταθμούς στα 54Euro/MWh και για τους αιολικούς σταθμούς στα 63Euro/MWh. Οι τιμές εκκίνησης είναι αυξημένες σε σχέση με τον προηγούμενο διαγωνισμό που έγινε τον Μάιο του 2021 (ήταν 53,86 Euro/MWh), λόγω της κρίσης που μεσολάβησε, της έλλειψης πρώτων υλών που οδήγησε σε αύξηση του κόστους κατασκευής των ΑΠΕ αλλά και κυρίως της ανόδου των επιτοκίων. Ωστόσο η μέση τιμή στο διαγωνισμό του 2021 διαμορφώθηκε κάτω από 40 ευρώ ανά μεγαβατώρα (η ελάχιστη έπεσε στα 32,97 ευρώ) και εύλογα αναμένεται ότι ο ανταγωνισμός θα πιέσει προς τα κάτω τις τιμές και στο διαγωνισμό του Σεπτεμβρίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι, συγκριτικά, οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας το τελευταίο διάστημα στο ελληνικό Χρηματιστήριο διαμορφώνονται μεταξύ 250 και 350 ευρώ ανά μεγαβατώρα, κάτι που σημαίνει ότι η αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ στην αγορά μειώνει τις τιμές.