ΓΠΒ: Όχι σε γενικευμένες αυξήσεις μισθών – Ο κίνδυνος του πληθωρισμού είναι μεγάλος

Υπέρ της αύξησης των μισθών, ως αναπλήρωσης της απώλειας εισοδήματος που προκαλεί ο υψηλός πληθωρισμός, τάσσεται το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην έκθεσή του για το δεύτερο τρίμηνο του 2022, αλλά σημειώνει ότι αυτές θα πρέπει συνετές και όχι γενικευμένες, αφού σε αυτή την περίπτωση θα πυροδοτήσουν ένα σπιράλ νέας ανόδου των τιμών.

Ο επικεφαλής του Γραφείου, Φραγκίσκος Κουτεντάκης, εκφράστηκε θετικά στο ενδεχόμενο νέας αύξησης του κατώτατου μισθού, για την οποία οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων ξεκινούν από τις αρχές του 2023, αλλά τόνισε ότι θα πρέπει να υπάρξουν ισορροπίες σε μια γενική αύξηση των μισθών. Σε κάθε περίπτωση ανέφερε ότι οι γενικότερες αυξήσεις θα είναι προϊόν συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Στην έκθεση σημειώνεται ότι υπάρχουν εστίες αβεβαιότητας και κινδύνων για την ελληνική οικονομία, οι οποίες, σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού είναι: πληθωρισμός, αυξήσεις επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, πόλεμος και ενεργειακή κρίση, αλλά και οι πιθανές δυσκολίες σχηματισμού κυβέρνησης.

Σημειώνεται επίσης ότι η ελληνική οικονομία έχει επιδείξει ανθεκτικότητα μέχρι τώρα και έχει βάλει πλώρη για ανάπτυξη πάνω από 5%.

Οι βασικές εστίες κινδύνων είναι:

1. Η μεταστροφή της νομισματικής πολιτικής, μετά από μια μακρά περίοδο χαμηλών επιτοκίων, αναμένεται να επιδράσει αρνητικά στο σύνολο των οικονομιών της Ευρωζώνης και να επιβραδύνει τους ρυθμούς μεγέθυνσης. Ιδιαίτερα αρνητική θα είναι η επίπτωση σε χώρες με υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, όπως η Ελλάδα, που μέχρι πρότινος ήταν σχετικά ευνοημένες από τον υψηλό πληθωρισμό, παρά την πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μέσω του Μηχανισμού Προστασίας Μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής (Transmission Protection Instrument – TPI).

Η κύρια ανησυχία αφορά την επίδραση των αυξημένων επιτοκίων στη δυναμική του δημόσιου χρέους και στο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων που διασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του. Όπως τονίζεται, αν οι παραδοχές στις αναλύσεις βιωσιμότητας χρέους (DSA) είναι τέτοιες που απαιτούν υψηλότερα μακροχρόνια πρωτογενή πλεονάσματα, η χώρα μας θα πρέπει να αναπροσαρμόσει τη δημοσιονομική της στρατηγική.

2. Οι αβεβαιότητες για την πορεία της οικονομίας, εξαιτίας των επιπτώσεων του πολέμου στην Ουκρανία και της εντεινόμενης ενεργειακής κρίσης, που ενδεχομένως να αποθαρρύνουν καταναλωτικές αλλά και επενδυτικές αποφάσεις από το εσωτερικό και το εξωτερικό και να επιβραδύνουν την ανοδική πορεία της οικονομίας τα επόμενα τρίμηνα. Στο ίδιο πλαίσιο, μια ενδεχόμενη ταχύτερη επιβράδυνση των οικονομιών των κύριων εμπορικών εταίρων αναμφίβολα θα επιδρούσε αρνητικά στις εμπορικές και ταξιδιωτικές εισπράξεις.

3. Η αύξηση του πολιτικού ρίσκου που συνδέεται με τις πιθανές δυσκολίες σχηματισμού κυβέρνησης στις ερχόμενες εκλογές. Μια ενδεχόμενη πολιτική αστάθεια θα εντείνει την αβεβαιότητα σχετικά με την κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής και πιθανότατα θα αποθαρρύνει την επίδειξη δημοσιονομικής υπευθυνότητας από κάθε πλευρά. Είναι, συνεπώς, απαραίτητο να επιτευχθεί ένα ελάχιστος βαθμός συναίνεσης στους βασικούς άξονες της δημοσιονομικής πολιτικής ώστε να μην εγείρονται αμφιβολίες για τη διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας κατά την προεκλογική και μετεκλογική περίοδο.

Τέλος η Έκθεση αναφέρει στοιχεία ανθεκτικότητας της οικονομίας στο πεδίο του ΑΕΠ (κατέγραψε ετήσια αύξηση 7,7%), της ανεργίας και της απασχόλησης. «Η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα στις διαταραχές του ενεργειακού κόστους και του πολέμου στην Ουκρανία και όλα δείχνουν πως ο ρυθμός μεγέθυνσης του 2022 θα ξεπεράσει τις συγκρατημένες προβλέψεις των αρχών του έτους, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης του Γραφείου Προϋπολογισμού», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Σημειώνεται επίσης ότι λιγότερο ενθαρρυντική είναι η εικόνα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το έλλειμμα του οποίου διευρύνθηκε κατά το δεύτερο τρίμηνο στα 10,8 δισ. έναντι 7,4 δισ. πέρυσι. Ακόμα λιγότερο ενθαρρυντική είναι η πορεία του πληθωρισμού που διαμορφώθηκε στο 11,2% τον Αύγουστο (εναρμονισμένος δείκτης) με αποτέλεσμα να βρίσκεται εντός του εύρους των προβλέψεων του Γραφείου Προϋπολογισμού.