Κατά 50 μονάδες βάσης -όπως αναμενόταν ευρέως- αύξησε τα τα επιτόκια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), παίρνοντας τη σκυτάλη από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (ανακοίνωσε χθες αύξηση επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης) και την Τράπεζα της Αγγλίας η οποία αύξησε επίσης τα δικά της επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσεως.
Κατόπιν της νέας αύξησης τα επιτόκια της ΕΚΤ διαμορφώνονται ως εξής: το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων στο 2,50% από 2%, αυτό των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης στο 3% από 2,50% και το επιτόκιο της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης στο 3,25% από 2,75%.
Πρόκειται για την πέμπη συναπτή επιτοκιακή αύξηση της ΕΚΤ από τον Ιούλιο του 2022 όταν άνοιξε τον κύκλο της αύξησης των επιτοκίων που σήμανε το τέλος των αρνητικών επιτοκίων στην ευρωζώνη μετά από οκτώ χρόνια. Συνολικά από τις 27 Ιουλίου τα επιτόκια έχουν αυξηθεί κατά 300 μονάδες βάσης, όταν το βασικό επιτόκιο βρισκόταν στο -0,50%.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΕΚΤ αναφέρει:
«Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει την πορεία του προς τη σημαντική αύξηση των επιτοκίων με σταθερό ρυθμό και τη διατήρησή τους σε επίπεδα που είναι επαρκώς περιοριστικά προκειμένου να διασφαλιστεί η έγκαιρη επαναφορά του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Κατά συνέπεια, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης και αναμένει ότι θα τα αυξήσει περαιτέρω. Λόγω των πιέσεων σε σχέση με τον υποκείμενο πληθωρισμό, το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να αυξήσει τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης ακόμα στην επόμενη συνεδρίασή του για τη νομισματική πολιτική τον Μάρτιο και στη συνέχεια θα αξιολογήσει την πορεία που θα ακολουθήσει η νομισματική του πολιτική.
Η διατήρηση των επιτοκίων σε περιοριστικά επίπεδα θα μειώσει με την πάροδο του χρόνου τον πληθωρισμό περιορίζοντας τη ζήτηση και θα αποτρέψει επίσης τον κίνδυνο επίμονης μετατόπισης προς τα πάνω των προσδοκιών για τον πληθωρισμό. Σε κάθε περίπτωση, οι μελλοντικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου για τα επιτόκια πολιτικής θα εξακολουθούν να εξαρτώνται από τα στοιχεία και να ακολουθούν μια προσέγγιση σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις θα λαμβάνονται από συνεδρίαση σε συνεδρίαση.
Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε επίσης σήμερα τις λεπτομερείς ρυθμίσεις για τη μείωση των τίτλων που διακρατεί το Ευρωσύστημα στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού (asset purchase programme – APP). Όπως ανακοινώθηκε τον Δεκέμβριο, το χαρτοφυλάκιο APP θα μειώνεται με ρυθμό 15 δισεκ. ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο από τις αρχές Μαρτίου μέχρι το τέλος του Ιουνίου 2023 και στη συνέχεια ο ρυθμός αυτής της μείωσης θα καθορίζεται με την πάροδο του χρόνου.
Οι μερικές επανεπενδύσεις θα διενεργούνται γενικότερα σύμφωνα με την τρέχουσα πρακτική. Συγκεκριμένα, οι εναπομένουσες επανεπενδύσεις θα κατανέμονται κατ’ αναλογία προς το μερίδιο εξόφλησης τίτλων μεταξύ των συστατικών προγραμμάτων του APP και, στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς τίτλων του δημόσιου τομέα (public sector purchase programme – PSPP), κατ’ αναλογία προς το μερίδιο εξόφλησης τίτλων κάθε χώρας και μεταξύ των κρατών-εκδοτών και των υπερεθνικών εκδοτών.
Σε ό,τι αφορά τις αγορές εταιρικών ομολόγων που διενεργεί το Ευρωσύστημα, οι εναπομένουσες επανεπενδύσεις θα στρέφονται περισσότερο προς εκδότες που έχουν καλύτερες κλιματικές επιδόσεις. Με την επιφύλαξη του στόχου της ΕΚΤ για τη σταθερότητα των τιμών, αυτή η προσέγγιση θα στηρίξει τη σταδιακή απεξάρτηση των εταιρικών ομολόγων που διακρατεί το Ευρωσύστημα από τον άνθρακα σύμφωνα με τους στόχους της συμφωνίας του Παρισιού.
Οι λεπτομερείς ρυθμίσεις για τη μείωση των τίτλων που διακρατούνται στο πλαίσιο του APP παρουσιάζονται σε ξεχωριστό δελτίο Τύπου που θα δημοσιευθεί στις 15:45 ώρα κεντρικής Ευρώπης.
Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης. Κατά συνέπεια, το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων θα αυξηθούν σε 3,00%, 3,25% και 2,50% αντιστοίχως, με ισχύ από τις 8 Φεβρουαρίου 2023.
Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει πλήρως τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος APP κατά τη λήξη τους μέχρι το τέλος του Φεβρουαρίου 2023.
Στη συνέχεια, το χαρτοφυλάκιο APP θα μειωθεί με μετρημένο και προβλέψιμο ρυθμό, καθώς το Ευρωσύστημα δεν θα επανεπενδύει όλα τα ποσά από την εξόφληση τίτλων κατά τη λήξη τους. Η μείωση θα διαμορφωθεί σε 15 δισεκ. ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο μέχρι το τέλος του Ιουνίου 2023 και στη συνέχεια ο ρυθμός της θα καθορίζεται με την πάροδο του χρόνου.
Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα PEPP, το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύει τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος κατά τη λήξη τους τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική σταδιακή μείωση (roll-off) του χαρτοφυλακίου PEPP θα ρυθμιστεί κατά τρόπο ώστε να αποφευχθούν παρεμβολές στην ενδεδειγμένη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να εφαρμόζει ευελιξία στις επανεπενδύσεις ποσών από την εξόφληση τίτλων του χαρτοφυλακίου PEPP καθώς φθάνουν στη λήξη τους, με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής που σχετίζονται με την πανδημία.
Καθώς οι τράπεζες θα αποπληρώνουν τα ποσά που δανείστηκαν στο πλαίσιο των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, το Διοικητικό Συμβούλιο θα αξιολογεί τακτικά το πώς οι στοχευμένες πράξεις χρηματοδότησης συνεισφέρουν στην κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής του.
Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι έτοιμο να προσαρμόσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του εντός των ορίων της εντολής που του έχει ανατεθεί, προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα. Το μέσο για την προστασία της μετάδοσης (Transmission Protection Instrument –TPI) είναι διαθέσιμο για να αντισταθμιστούν ανεπιθύμητες, άτακτες εξελίξεις στην αγορά που θέτουν σοβαρή απειλή για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, επιτρέποντας έτσι στο Διοικητικό Συμβούλιο να εκπληρώσει πιο αποτελεσματικά την αποστολή του για τη σταθερότητα των τιμών».