Εφικτή είναι η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας εφέτος για την ελληνική οικονομία, ωστόσο, ενόψει των εκλογών απαιτείται σύμπλευση και συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων ώστε να διατηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική, υποστήριξε η υποδιοικήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος, Χριστίνας Παπακωνσταντίνου, στο 4ο Διεθνές Συνέδριο του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος .
Αναφερόμενη στην πρόσφατη τραπεζική κρίση η κα Παπακωσταντίνου διαβεβαίωσε ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει χαμηλή άμεση έκθεση στις αμερικανικές και στην ελβετική Τράπεζα (σ.σ. που αντιμετώπισαν προβλήματα).
Η ανθεκτικότητά του στις τρέχουσες αναταράξεις υποστηρίζεται από την υψηλή κεφαλαιακή επάρκεια του και ρευστότητα, την εξυγίανση των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών με τη μείωση των κόκκινων δανείων.
Η ίδια υποστήριξε ότι η ελληνική οικονομία έχει επιδείξει σημαντική ανθεκτικότητα, παρά τις αναταράξεις στις αγορές κεφαλαίου. «Αυτό μας επιτρέπει να ατενίζουμε το μέλλον με αισιοδοξία», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Χαρακτήρισε δε θετικές τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Το 2023 ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να υποχωρήσει, εξαιτίας της αναμενόμενης επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στην ευρωζώνη και του γεγονότος ότι τόσο η δημοσιονομική πολιτική όσο και η νομισματική πολιτική αναμένεται να επιδράσουν συσταλτικά στην οικονομική δραστηριότητα το 2023.
Ωστόσο, με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία για το ΑΕΠ και τους, έως τώρα, διαθέσιμους πρόδρομους δείκτες οικονομικής δραστηριότητας και προσδοκιών, η ελληνική οικονομία (όπως και η οικονομία της ΕΕ) αναπτύσσεται με ταχύτερους ρυθμούς από ό,τι αναμενόταν το προηγούμενο διάστημα.
Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να ανακάμψει το 2024 και το 2025.
Ωστόσο, όπως είπε, οι προβλέψεις για την πορεία της οικονομίας το προσεχές διάστημα υπόκεινται σε αβεβαιότητες και κινδύνους οι οποίοι συνδέονται κυρίως με εξωγενείς παράγοντες.
Ειδικότερα, οι κίνδυνοι περαιτέρω επιβράδυνσης του ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας συνδέονται με το ενδεχόμενο δυσμενών εξελίξεων αναφορικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, τον πληθωρισμό και την πανδημία.
Αναφερόμενη στις εξελίξεις στο τραπεζικό σύστημα η υποδιοικήτρια της ΤτΕ ανέφερε ότι είναι απαραίτητη η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ώστε να είναι σε θέση να χρηματοδοτεί απρόσκοπτα τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Για το σκοπό αυτό, είναι αναγκαία η περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η ενίσχυση της οργανικής κερδοφορίας και η ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των ελληνικών τραπεζών. Ταυτόχρονα όπως είπε πρέπει να εντατικοποιηθούν οι προσπάθειες ώστε οι τράπεζες να ενσωματώσουν τους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή, καθώς και να επιτύχουν τον ψηφιακό τους μετασχηματισμό.