Λίγο πριν το Πάσχα ήρθαν τα δυσάρεστα νέα για τον καταναλωτή σχολιάζει σε ρεπορτάζ της η Deutsche Welle σχετικά τις τιμές των καυσίμων διεθνώς.
Όλα δείχνουν ότι παίρνουν και πάλι την ανιούσα οι τιμές του πετρελαίου και των καυσίμων, μετά την απόφαση των πετρελαιοπαραγωγών χωρών να μειώσουν σημαντικά την παραγωγή του «μαύρου χρυσού» από τον Μάιο του 2023. Σύμφωνα με το υπουργείο Ενέργειας της Σαουδικής Αραβίας τον περιορισμό της παραγωγής είχαν αποφασίσει από κοινού τα κράτη-μέλη του Οργανισμού Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών (OPEC), καθώς και άλλες δέκα χώρες που συμμετέχουν στο διευρυμένο σχήμα OPEC+. Ηγετικό ρόλο στο σχήμα αυτό διαδραματίζει η Ρωσία, η οποία δεν αποτελεί ιδρυτικό μέλος του OPEC.
Ήδη από τον Φεβρουάριο η Μόσχα έσπευσε να μειώσει την παραγωγή της κατά 500.000 βαρέλια ημερησίως, ως απάντηση στο πλαφόν για το ρωσικό πετρέλαιο που είχαν υιοθετήσει η ομάδα G7, η ΕΕ και η Αυστραλία. Τώρα παρατείνει τους περιορισμούς και για τους επόμενους μήνες. H απόφαση του OPEC και των συνοδοιπόρων του αναμφισβήτητα ευνοεί τη Ρωσία, καθώς ενισχύει το «πολεμικό ταμείο» του Βλάντιμιρ Πούτιν.
Το μεγάλο ερώτημα είναι, αν η μείωση της παραγωγής αποτελεί μόνιμο φαινόμενο ή προσωρινή τακτική. Μιλώντας στην DW ο Ντάβιντ Κολ, επικεφαλής οικονομολόγος της ελβετικής ιδιωτικής τράπεζας Julius Bär, εκτιμά ότι, σύμφωνα με τη δική του ανάλυση, ο OPEC απλώς «προσαρμόζεται στη ζήτηση, η οποία διεθνώς βαίνει μειούμενη». Εάν επαληθευθεί αυτή η πρόβλεψη, οι αυξήσεις στις τιμές δεν θα έχουν διάρκεια.
Κριτήριο η ζήτηση στην αγορά της Κίνας
Πολλά θα κριθούν από τις ανάγκες της Κίνας. Μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία πολλοί αναλυτές θεωρούσαν ότι η επανεκκίνηση της παραγωγής στην Κίνα θα προκαλούσε τεράστια αύξηση της ζήτησης για ενέργεια, εκτοξεύοντας στα ύψη τις τιμές. Όμως οι δείκτες ανάπτυξης δεν έχουν επανέλθει στα προ πανδημίας επίπεδα. «Στις αγορές ακούστηκαν φήμες ότι η τιμή του πετρελαίου θα υποχωρήσει περαιτέρω και σε αυτά ακριβώς τα σενάρια αντέδρασε ο OPEC, αποφασίζοντας μείωση της παραγωγής», αναφέρει ο Ντάβιντ Κολ από την Julius Bär. Αυτή ήταν βέβαια και η επίσημη αιτιολογία που προέβαλλαν οι ίδιοι οι Σαουδάραβες και ο OPEC, λέγοντας ότι πρόκειται για προληπτικό μέτρο, που αποβλέπει στη σταθεροποίηση των τιμών.
Για την παγκόσμια οικονομία η ανοδική πορεία πετρελαίου ασφαλώς δεν αποτελεί ευχάριστη είδηση, καθώς λειτουργεί «πολλαπλασιαστικά» και εντείνει πληθωριστικές πιέσεις σε όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες, τόσο για τον παραγωγό, όσο και για τον καταναλωτή. Και αυτό σε μία κρίσιμη συγκυρία, με τους παραγωγούς να δυσανασχετούν για το αυξανόμενο κόστος του χρήματος σε περιβάλλον ανοδικών επιτοκίων. Μόνο τους τελευταίους δώδεκα μήνες το κόστος για την αποπληρωμή επιχειρηματικών δανείων έχει σχεδόν διπλασιαστεί μετά τις τελευταίες παρεμβάσεις κεντρικών τραπεζών στην προσπάθειά τους να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό.
Έρχονται νέες αυξήσεις
Όσο για τον καταναλωτή, τις επόμενες εβδομάδες θα βάλει πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη, για να ανταποκριθεί στις αυξανόμενες τιμές των καυσίμων. Θα αναγκαστεί μάλιστα να βάλει ακόμη πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη, αν δεν έχει σύμμαχο τις καιρικές συνθήκες και αναγκαστεί να παραγγείλει και πάλι πετρέλαιο θέρμανσης. «Μία παγκόσμια συρρίκνωση της προσφοράς σημαίνει προφανώς ότι οι τιμές πρόκειται να αυξηθούν στις επόμενες εβδομάδες», εκτιμά ο Λούντκβιστ Νόιμπαουερ, συνεργάτης της οικονομικής ιστοσελίδας Verivox.
Σύμφωνα με υπολογισμούς του συγκεκριμένου πόρταλ, ο περασμένος χειμώνας ήταν ούτως ή άλλως «ο ακριβότερος όλων των εποχών» για τον καταναλωτή, παρά τις σχετικά ήπιες καιρικές συνθήκες. Όσοι θερμαίνουν το σπίτι τους με πετρέλαιο, εκτιμά το Verivox, πλήρωσαν ένα ποσό αυξημένο κατά 18% σε σχέση με πέρυσι. Για εκείνους που προτιμούν το φυσικό αέριο, η αύξηση φτάνει το 20%.
Πηγή: Deutsche Welle