Την Πέμπτη, 22 Ιουνίου, θα ανακοινωθεί η πολυαναμενόμενη απόφαση της τουρκικής Κεντρικής Τράπεζας για τα επιτόκια, η πρώτη που θα λάβει η νέα διοικητής της, Χαφιζέ Γκαγιέ Ερκάν.
Όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν μετά βεβαιότητας στο συμπέρασμα ότι η Νομισματική Επιτροπή θα ανακοινώσει αύξηση του επιτοκίου δανεισμού, έπειτα από μήνες διατήρησής του στο 8,5%, σε συνθήκες πολύ υψηλού πληθωρισμού. Οικονομικοί αναλυτές προβλέπουν ότι μέχρι το τέλος του χρόνου το επιτόκιο δανεισμού της Κεντρικής Τράπεζας θα διαμορφωθεί από 18% έως 35%, προκειμένου να ισορροπήσουν οι δείκτες της τουρκικής οικονομίας.
Αναλαμβάνοντας καθήκοντα, στις αρχές του μήνα, ο νέος τσάρος της τουρκική οικονομίας Σιμσέκ έκανε λόγο για επιστροφή σε «ορθολογικές πολιτικές», αδειάζοντας ουσιαστικά ως καταστροφική την ακολουθούμενη μέχρι σήμερα πολιτική «χαμηλών επιτοκίων» που είχε την «ευλογία» του Ερντογάν. Από την άλλη, μία αποστροφή του λόγου του Ερντογάν ήταν χαρακτηριστική της διαφωνίας που υπάρχει: «Αποδεχτήκαμε», είπε συγκαταβατικά, για την πρόταση του Σιμσέκ και έσπευσε να διευκρινίσει ότι ο ίδιος εμμένει στην ακολουθούμενη μέχρι σήμερα οικονομική πολιτική, τονίζοντας ότι στόχος είναι να βρεθεί η χρυσή τομή μεταξύ χαμηλών επιτοκίων και χαμηλού πληθωρισμού. Όσο για τον διορισμό της Ερκάν, ξεκαθάρισε ότι πρόκειται για επιλογή του Σιμσέκ.
Προεκλογικά ο Ερντογάν τόνιζε ότι δεν σκοπεύει να εγκαταλείψει την πολιτική χαμηλών επιτοκίων, πιστεύοντας ότι το φτηνό χρήμα ενθαρρύνει την ανάπτυξη και σε βάθος χρόνου θα λυθεί το πρόβλημα του υψηλού πληθωρισμού που προκαλεί η πολιτική αυτή. Υποστηρίζει ένθερμα ότι «ο τόκος είναι η αιτία και ο πληθωρισμός το αποτέλεσμα του». Έτσι μείωσε τα επιτόκια στο 8,5%, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια συναλλαγματικές κρίσεις και να αυξηθεί ο επίσημος πληθωρισμός στο 85%. Η εμμονή του αυτή έχει κατά ορισμένους αναλυτές και ιδεολογική χροιά, καθώς στο Ισλάμ ο τόκος θεωρείται αμαρτία και ο Ερντογάν θα επιθυμούσε να οικοδομήσει μία οικονομία με ελάχιστα έως καθόλου επιτόκια.
Την επομένη των εκλογών ξεκίνησε η αναμενόμενη εν πολλοίς κατρακύλα της ισοτιμίας της λίρας έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, καταρρίπτοντας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Στα μέσα της εβδομάδας η τιμή του δολαρίου φλέρταρε στην επίσημη αγορά με τις 24 τουρκικές λίρες, η οποία από την αρχή του χρόνου έχασε περίπου το 20% της αξίας της.
Η άνοδος της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι σημάδι ότι η νέα οικονομική διακυβέρνηση έχει εγκαταλείψει τις «δαπανηρές παρεμβάσεις». Εκτιμάται ότι οι δημόσιες τράπεζες σταμάτησαν πλέον τις πωλήσεις συναλλάγματος, όπως έκαναν για να υπερασπιστούν τεχνητά την τουρκική λίρα για προφανείς προεκλογικές σκοπιμότητες. Λίγο πριν από τον δεύτερο γύρω των εκλογών είχαν εξάλλου εξαντληθεί τα συναλλαγματικά αποθέματα της Κεντρικής Τράπεζας.