Με άνοδο 1,26% έκλεισε η χρηματιστηριακή αγορά την εβδομάδα που τελειώνει, καταγράφοντας νέα υψηλά 9 ετών. Η αγορά παρουσιάζεται ιδιαίτερα δυνατή καθώς ο βασικός χρηματιστηριακός δείκτης από τις 1.080 μονάδες, στα τέλη Απριλίου προσεγγίζει πλέον τις 1.280 μονάδες καταγράφοντας κέρδη άνω του 17%, χωρίς να έχει μεσολαβήσει κάποια ισχυρή διορθωτική υποχώρηση.
και αυτή την εβδομάδα οι διεθνείς επενδυτικοί οίκοι συνέχισαν να δίνουν "ψήφο εμπιστοσύνης" στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά.
"Ταύρος" για τις ελληνικές μετοχές δηλώνει η Morgan Stanley και εκτιμά ότι θα συνεχίσουν να υπεραποδίδουν με κυρίαρχο στοιχείο την επενδυτική βαθμίδα. «Μια μείωση στο κόστος κεφαλαίου των ελληνικών από το 11,7% που είναι σήμερα σε επίπεδα κοντά στο 9,4%, θα σήμαινε, μια δυνητική ανοδική τάση +32%.
H Morgan Stanley υπογραμμίζει 4 λόγους που πιστεύει ότι οι ελληνικές μετοχές θα συνεχίσουν υπεραποδίδουν:
1. Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας συνεχίζεται και είναι μεγαλύτερη σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
2. Η επενδυτική βαθμίδα τους επόμενους μήνες μπορεί να στηρίξει την τρέχουσα δυναμική των ελληνικών μετοχών, καθώς οι αγορές μετοχών τείνουν να ξεκινούν να κινούνται ανοδικά περίπου οκτώ μήνες πριν από την πρώτη αξιολόγηση.
3.Η θετική δυναμική των κερδών, ιδίως για τις τράπεζες, συνεχίζεται.
4. Οι αποτιμήσεις των ελληνικών μετοχών παραμένουν φθηνές .Τα discount του MSCI Greece έναντι των αναδυόμενων αγορών και της Ευρώπης παραμένουν υψηλά -28% και -31% σε όρους αποτίμησης P/E των επόμενων 12 μηνών.
Και η JP Morgan δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στις ελληνικές μετοχές, λόγω της ισχυρής ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας αλλά και της αναμενόμενης συνέχισης της τρέχουσας φιλοεπενδυτικής και φιλομεταρρυθμιστικής πολιτικής μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου.
Εκτιμά πως τα κέρδη ανά μετοχή θα σημειώσουν φέτος αύξηση της τάξης του 51,6%, που είναι και η υψηλότερη σε όλη την περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής, ενώ η μερισματική απόδοση του ελληνικού δείκτη μετοχών θα κινηθεί φέτος στο 6,2% και το 2024 στο 6,8%.
Σε σχέση με το σύνολο των αναδυόμενων αγορών της Ευρώπης, η μερισματική απόδοση της ελληνικής αγοράς είναι υψηλότερη 38,6% ενώ το premium φτάνει το 100% σε σχέση με το σύνολο των αναδυόμενων αγορών διεθνώς.
Η Citigroup αναμένει ότι τα κέρδη ανά μετοχή των ελληνικών εισηγμένων αναμένεται φέτος να αυξηθούν κατά 5,3%, ένα ποσοστό το οποίο παραμένει υψηλό σε σχέση με τις εκτιμήσεις για ανεπτυγμένες αγορές, ΗΠΑ αλλά και αναδυόμενες αγορές ( αύξηση μόλις 0,7% στα EPS διεθνώς, 1,6% στα EPS των ανεπτυγμένων αγορών και πτώση 4,7% στα EPS των αναδυόμενων αγορών).
Παράλληλα, στα επίπεδα του 4% διαμορφώνεται η εκτιμώμενη μερισματική απόδοση των ελληνικών μετοχών, πάνω από τον μέσο όρο στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, η οποία είναι στο 3,6% και 1,6% αντίστοιχα.
Στις παγκόσμιες αγορές, τις ανεπτυγμένες και τις αναδυόμενες αγορές, τοποθετείται στο 2,2%, 2,1% και 2,9% αντίστοιχα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Citi, οι ελληνικές μετοχές καταγράφουν τις υψηλότερες αποδόσεις διεθνώς από τις αρχές του έτους, με άνοδο της τάξης του 37%, τέσσερις φορές πάνω από το +9% των ευρωπαϊκών μετοχών σε μέσο όρο και σχεδόν οκτώ φορές πάνω από το +4,8% των αναδυόμενων αγρών.
Ο Γενικός Δείκτης Τιμών έκλεισε την εβδομάδα στις 1.277,56 μονάδες, έναντι 1.261,67 μονάδων της προηγούμενης εβδομάδας, σημειώνοντας εβδομαδιαία άνοδο 1,26% , από τις αρχές Ιουνίου κερδίζει 4,83%, ενώ από τις αρχές του 2023 καταγράφει κέρδη 37,40%.
Ο δείκτης της υψηλής κεφαλαιοποίησης FTSE/ASE 25 έκλεισε την εβδομάδα με άνοδο 1,47%, ενώ από τις αρχές του έτους παρουσιάζει άνοδο 38,03%. Ο δείκτης FTSE MID CAP έκλεισε την εβδομάδα με άνοδο 1,89% και από την αρχή του 2023 ενισχύεται σε ποσοστό 36,81%.
Ο τραπεζικός δείκτης έκλεισε την εβδομάδα με ανεπαίσθητη άνοδο 0,01 %, ενώ από τις αρχές του έτους κερδίζει 59,15%.
Η συνολική αξία των συναλλαγών στις συνεδριάσεις αυτής της εβδομάδος διαμορφώθηκε στα 609,396 εκατ. ευρώ , ενώ η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών διαμορφώθηκε στα 121,879 εκατ. ευρώ από 154,568 εκατ. ευρώ την προηγούμενη εβδομάδα.
Η συνολική κεφαλαιοποίηση της αγοράς την εβδομάδα αυτή αυξήθηκε κατά 1,445 δισ. ευρώ και διαμορφώθηκε στα 86,532 δισ. ευρώ, ενώ από τις αρχές του έτους είναι αυξημένη κατά 20,67 δισ. ευρώ.