Στα αναμενόμενα όρια κινούνται οι κατευθύνσεις της Κομισιόν για το πόσο πρέπει να «τρέχουν» οι δαπάνες της Ελλάδας την επόμενη τετραετία, έτσι ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητα του χρέους.
Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, οι στόχοι καθαρών πρωτογενών δαπανών που εστάλησαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Ελλάδα, με βάση το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο, προβλέπουν μέγιστη επιτρεπόμενη ετήσια αύξηση «καθαρών» πρωτογενών δαπανών στην περιοχή του 3% (κατά μέσο όρο) ετησίως για την περίοδο 2025-2028.
Υπενθυμίζεται ότι ο αντίστοιχος στόχος για το 2024 ήταν 2,6% και αποδείχθηκε πολύ υψηλότερος από τις προβλέψεις του Προϋπολογισμού.
Οι στόχοι επίτευξης «καθαρών» πρωτογενών δαπανών θα οριστικοποιηθούν μετά από τεχνικό διάλογο με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θα ενσωματωθούν στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό-Διαρθρωτικό Πρόγραμμα που θα κατατεθεί το φθινόπωρο από την Ελλάδα στην Επιτροπή.
Όπως επισημαίνουν οι ίδιες πηγές, οι παραπάνω στόχοι είναι συμβατοί με τον σχεδιασμό της δημοσιονομικής πολιτικής για τα επόμενα έτη και αντανακλούν τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτύχει η Ελλάδα στο σύνολο των μεταβλητών εκείνων που καθορίζουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους:
Στο διάστημα που ακολούθησε το ξέσπασμα της πανδημίας (δηλαδή την τριετία 2021-2023) ο λόγος Χρέους ως προς ΑΕΠ στην Ελλάδα παρουσίασε μείωση που αποτελεί ρεκόρ στην ιστορία της Ευρωζώνης.
2. Η Ελλάδα έχει επιστρέψει σε υγιές πρωτογενές πλεόνασμα, υπερβαίνοντας, μάλιστα, τις εκτιμήσεις και τις προσδοκίες (1,9% αντί 1,1% το 2023).
3. Έχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, μειώνοντας έτσι σημαντικά το κόστος δημόσιου δανεισμού.
4. Παρουσιάζει ρυθμό ανάπτυξης σημαντικά υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Κομισιόν: Οι «κόφτες» δεν θα επηρεάσουν τα μέτρα ενίσχυσης των εισοδημάτων
Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι «κόφτες» της Κομισιόν δεν επηρεάζουν τα επιπλέον μέτρα ενίσχυσης των εισοδημάτων των πολιτών και περαιτέρω μείωσης βαρών για το 2025, ύψους 880 εκατ. ευρώ, όπως αυτά προβλέφθηκαν στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου, και συγκεκριμένα:
Τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,5%, κόστους 225 εκατ. ευρώ.
Τη μείωση, ουσιαστικά κατάργηση, του τέλους επιτηδεύματος για τους επαγγελματίες, κόστους 120 εκατ. ευρώ.
Τη μόνιμη επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στους αγρότες, κόστους 100 εκατ. ευρώ.
Την αύξηση του φοιτητικού στεγαστικού επιδόματος (15 εκατ. ευρώ).
Την αύξηση των συντάξεων, η οποία, με βάση το γνωστό μαθηματικό τύπο, εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί περίπου στα 400 εκατ. ευρώ.
Την αναστολή του ΦΠΑ στις οικοδομές, κόστους 20 εκατ. ευρώ.
Τα «παζάρια» θα επικεντρωθούν στα περιθώρια νέων φοροελαφρύνσεων και εισοδηματικών ενισχύσεων από το 2026 και μετά, όπως η περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και η μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ.
Υπενθυμίζεται ότι με βάση τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, δεν αρκεί, πλέον, μια χώρα να δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο μέσω υπερπλεονασμάτων για να προχωρά σε φοροελαφρύνσεις, καθώς το βασικό κριτήριο είναι η αύξηση των πρωτογενών δαπανών.
Αδιευκρίνιστες παραμένουν, επί του παρόντος, οι μακροοικονομικές παραδοχές, πάνω στις οποίες βασίστηκε η Κομισιόν, προκειμένου να δώσει τις συγκεκριμένες κατευθύνσεις στην Αθήνα.