«Καρφιά» από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο για τις γραφειοκρατικές διαδικασίες του Ταμείου Ανάκαμψης

Όταν είχαν καρποφορήσει τα σκληρά παζάρια με τους «σκληρούς» του Βορρά για τη σύσταση του Ταμείου Ανάκαμψης, πολλοί ήταν εκείνοι που είχαν προβλέψει ότι ο στενός κορσές των διαδικασιών εκταμίευσης επιχορηγήσεων και δανείων, θα αφήσει τελικά αδιάθετα πολλά δισεκατομμύρια από το «πακέτο».

Αυτό λίγο ως πολύ επιβεβαιώνεται από την Έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και το ερώτημα που καλούνται να απαντήσουν οι τεχνοκράτες στις Βρυξέλλες είναι αν ζητούμενο παραμένει η στήριξη των κρατών- μελών έτσι ώστε να ξεπεράσουν τα πολλαπλά σοκ των τελευταίων ετών ή αν όλα γίνονται στο όνομα της γραφειοκρατίας.

Σύμφωνα με τη νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθυστερήσεις στην εκταμίευση των κονδυλίων και στην υλοποίηση των έργων χαρακτήρισαν τα πρώτα τρία χρόνια εφαρμογής του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (ΜΑΑ), η αξία του οποίου ανέρχεται σε 724 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι καθυστερήσεις αυτές υπονομεύουν την επίτευξη των στόχων του μηχανισμού για στήριξη της προσπάθειας των χωρών της ΕΕ να ανακάμψουν από την πανδημία και της ανθεκτικότητάς τους. Παρά την κάποια επιτάχυνση του ρυθμού των πληρωμών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα κράτη μέλη μπορεί να μην καταφέρουν να διεκδικήσουν ή να απορροφήσουν εγκαίρως τα κονδύλια, να ολοκληρώσουν τα μέτρα που έχουν προγραμματίσει πριν από τη λήξη του ΜΑΑ τον Αύγουστο του 2026 και, άρα, να δρέψουν τα αναμενόμενα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη.

«Η σημασία της έγκαιρης απορρόφησης των κονδυλίων του ΜΑΑ είναι μεγάλη, όχι μόνο προκειμένου να μην παρατηρηθούν φαινόμενα συμφόρησης στην υλοποίηση μέτρων προς το τέλος της περιόδου εφαρμογής του μηχανισμού, αλλά και για να μειωθεί ο κίνδυνος μη αποδοτικών ή και εσφαλμένων δαπανών», δήλωσε η Ivana Maletić, Μέλος του ΕΕΣ και αρμόδια για τον έλεγχο. «Επισημαίνουμε τους κινδύνους που συνεπάγεται το γεγονός ότι, ήδη στα μισά της περιόδου υλοποίησης, οι χώρες της ΕΕ έχουν διεκδικήσει λιγότερο από το ένα τρίτο των προβλεφθέντων κονδυλίων και έχουν εκπληρώσει λιγότερο από το 30 % των προκαθορισμένων ορόσημων και τιμών-στόχου τους».

Θετικό, από την άλλη πλευρά, είναι το γεγονός ότι με την προχρηματοδότηση, που μπορούσε να ανέλθει έως και στο 13% του ποσού που δικαιούνταν, τα κράτη μέλη εισέπραξαν περισσότερα χρήματα στις αρχές, σε πλήρη συμφωνία με τον στόχο της αντιμετώπισης της κρίσης. Ωστόσο, στην έκθεσή του, το ΕΕΣ επικρίνει τον ρυθμό των εκταμιεύσεων έκτοτε. Στο τέλος του 2023, η Επιτροπή είχε μεταβιβάσει στα εθνικά δημόσια ταμεία μόλις 213 δισεκατομμύρια ευρώ. Εντούτοις, τα κεφάλαια αυτά δεν είχαν κατ’ ανάγκη εκταμιευθεί στους τελικούς αποδέκτες τους, συμπεριλαμβανομένων ιδιωτικών επιχειρήσεων, κρατικών εταιρειών ενέργειας και σχολείων. Συγκεκριμένα, το ήμισυ σχεδόν των κονδυλίων του ΜΑΑ που είχαν εκταμιευθεί στα 15 κράτη μέλη που μας παρείχαν τις αναγκαίες πληροφορίες δεν είχε καταβληθεί ακόμη στους τελικούς αποδέκτες.

Καθυστερήσεις και κίνδυνοι
Όλες σχεδόν οι χώρες καθυστέρησαν να υποβάλουν τα αιτήματα πληρωμής τους στην Επιτροπή, και οι αιτίες ήταν συνήθως ο πληθωρισμός ή οι ελλείψεις εφοδιασμού, η αβεβαιότητα ως προς τους περιβαλλοντικούς κανόνες και η ανεπαρκής διοικητική ικανότητα. Μέχρι το τέλος του 2023, είχαν υποβάλει το 70 % των αιτημάτων που αναμένονταν, για ποσό κατά 16 % χαμηλότερο εκείνου που είχε προβλεφθεί. Επτά χώρες μάλιστα, για διάφορους λόγους, δεν είχαν εισπράξει κανένα κονδύλι για την ικανοποιητική εκπλήρωση ορόσημων και τιμών-στόχου. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη έλαβαν μέτρα για να διευκολύνουν την απορρόφηση, ιδίως το 2023· ωστόσο, είναι πολύ νωρίς για να αξιολογηθεί ο αντίκτυπος των μέτρων αυτών.

Ο κίνδυνος να μην ολοκληρωθούν στην ώρα τους όλα τα μέτρα που έχουν προγραμματιστεί είναι υπαρκτός. Μέχρι το τέλος του 2023, τα αιτήματα πληρωμής που είχαν υποβληθεί αφορούσαν την εκπλήρωση λιγότερου από το 30 % των πάνω από 6 000 ορόσημων και τιμών-στόχου (δηλαδή των δεικτών προόδου). Αυτό σημαίνει ότι μένει να εκπληρωθεί σημαντικός αριθμός αυτών, ενδεχομένως τα πλέον απαιτητικά. Οι περισσότερες χώρες έδωσαν προτεραιότητα στις μεταρρυθμίσεις προτού προχωρήσουν στις επενδύσεις. Ωστόσο, η συγκέντρωση των τελευταίων προς το τέλος της περιόδου εφαρμογής του μηχανισμού είναι πιθανό να αυξήσει περαιτέρω τις καθυστερήσεις και να επιβραδύνει την απορρόφηση.