«Ήμουνα νιος και γέρασα» λέει η γνωστή παροιμία, που ταίριαζε γάντι στις εξαγγελίες διαχρονικά των κυβερνήσεων περί «πάταξης της φοροδιαφυγής».
Η αλήθεια είναι όμως ότι- εκ του αποτελέσματος- τα κατά καιρούς μέτρα αποδείχθηκαν άσφαιρα, εξ ου και η δυσπιστία ή και άρνηση των Βρυξελλών να εντάξουν στα μακροοικονομικά-δημοσιονομικά σενάρια εργασίας των ελληνικών αρχών τις προβλέψεις εσόδων από την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής.
Επίσημοι υπολογισμοί για το μέγεθος της φοροδιαφυγής δεν υπάρχουν. Ωστόσο, από τη σύγκριση δηλωθέντων εισοδημάτων και καταναλωτικών δαπανών, η Τράπεζα της Ελλάδας εκτιμά ότι τουλάχιστον 60 δισ. ευρώ κινούνται στην «γκρίζα» ζώνη της οικονομίας, άρα με συντηρητικές παραδοχές μιλάμε για φοροδιαφυγή 10-12 δισ. ευρώ. Είναι, άλλωστε, ενδεικτικό ότι σε ετήσια βάση κάνουν φτερά 2-3 δισ. ευρώ από δυνητικές εισπράξεις ΦΠΑ, με τις απώλειες να χτυπάνε κόκκινο την προηγούμενη 7ετία, καθώς ξεπερνούσαν ακόμα και τα 6 δισ. ευρώ.
Τα ψηφιακά «όπλα»
Η πανδημία λειτούργησε ως καταλύτης για να αλλάξουμε καταναλωτικές συνήθειες, κυρίως όσον αφορά στη χρήση πλαστικού χρήματος, ακόμα και στις μικροσυναλλαγές της καθημερινότητας. Τα τελευταία στοιχεία της ΤτΕ έδειξαν ότι η μέση αξία ανά συναλλαγή για το σύνολο των καρτών μειώθηκε κατά 4,5% σε 44 ευρώ, από 46 ευρώ το δεύτερο εξάμηνο του 2023.
POS παντού και διασύνδεσή τους με τις ταμειακές μηχανές και το Taxis, ηλεκτρονικά τιμολόγια και δελτία αποστολής, «πέρασμα» εσόδων- εξόδων υποχρεωτικά μέσω myData, προσυμπληρωμένες και «κλειδωμένες» δηλώσεις φόρου εισοδήματος και ΦΠΑ, έλεγχοι σε πραγματικό χρόνο με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης, αυτόματη ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών με ευρωπαϊκές και Τρίτες χώρες, άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών με αυτοματοποιημένες διαδικασίες, διασταυρώσεις από πολλαπλές βάσεις δεδομένων, πλήρης ψηφιοποίηση Εφοριών-τελωνείων, είναι το σχέδιο που εφαρμόζεται βήμα-βήμα (όχι πάντα με ευκολία ή χωρίς φάλτσα) στην ΑΑΔΕ. Απώτερος στόχος η βελτίωση των υπηρεσιών προς τους πολίτες, η απλοποίηση των διαδικασιών για τις επιχειρήσεις, αλλά και το «σφράγισμα» των… κενών, απ’ όπου χάνονται δισεκατομμύρια ευρώ.
Η υπέρβαση του φετινού στόχου των εσόδων -κυρίως ΦΠΑ- αποδίδεται αρμοδίως και στη διεύρυνση της περιμέτρου των ηλεκτρονικών συναλλαγών, χωρίς να υπάρχει, πάντως, επίσημη εκτίμηση από το ΥΠΕΘΟ για το τι κερδίζουν τα κρατικά ταμεία, από την ψηφιοποίηση των πληρωμών, δηλαδή από τον περιορισμό της φοροδιαφυγής που κρύβεται εν πολλοίς στις συναλλαγές με μετρητά. Ωστόσο, επισήμως έχει τεθεί ως στόχος η «αποκάλυψη» τουλάχιστον 2,5 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, ως το 2027.
Οι νέες μειώσεις φόρων
Επί της ουσίας, ο περιορισμός της φοροδιαφυγής είναι αναγκαία προϋπόθεση για έναν νέο γύρο φοροελαφρύνσεων. Ήδη, με βάση το Μεσοπρόθεσμο, εκτιμάται ότι εντός των ορίων αύξησης των «καθαρών» δαπανών, υπάρχει ένα περιθώριο 1 δισ. ευρώ ετησίως από το 2026 και μετά. Για να αξιοποιηθεί αυτό το περιθώριο, οι ελληνικές αρχές θα πρέπει να πείσουν, όμως, τις Βρυξέλλες ότι τα μέτρα αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής έχουν μόνιμο και όχι έκτακτο θετικό αντίκτυπο στον Προϋπολογισμό. «Προτεραιότητα είναι οι άμεσοι φόροι» σημειώνουν αρμόδιες πηγές, απαντώντας στο εύλογο ερώτημα για τις νέες μειώσεις που προανήγγειλε ο πρωθυπουργός, εφόσον αποδώσει τους προσδοκώμενους καρπούς η «μάχη» κατά της φοροδιαφυγής.
Στα… εύκολα είναι η μείωση ή και η κατάργηση των τεκμηρίων, που ουσιαστικά δεν θα έχουν λόγο ύπαρξης όταν ενεργοποιηθούν όλα τα ψηφιακά «εργαλεία» διασταύρωσης των εισοδημάτων. Σε πρώτη φάση δρομολογείται το «ψαλίδισμά» τους κατά 30% κατόπιν εισηγήσεων ειδικής Ομάδας Εργασίας. Δεδομένη είναι και η περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για εργαζόμενους και επιχειρήσεις.
Μπαίνοντας στον σκληρό πυρήνα των παρεμβάσεων στη φορολογία εισοδήματος, υποψήφια είναι μια νέα αύξηση του αφορολογήτου για μισθωτούς – συνταξιούχους είτε οριζόντιου χαρακτήρα είτε για όσους έχουν προστατευόμενα μέλη στην οικογένειά τους. Το μεγάλο στοίχημα είναι μια μεγάλη μεταρρύθμιση -ανάλογη με αυτήν που έγινε στον ΕΝΦΙΑ- στη φορολογική κλίμακα, δηλαδή στα κλιμάκια και στους συντελεστές, με έμφαση στα μικρομεσαία εισοδήματα. Σημειωτέον ότι μια λελογισμένη αλλαγή στην αρχιτεκτονική της κλίμακας μπορεί να έχει περιορισμένο δημοσιονομικό κόστος.
Στα πιο… δύσκολα εντάσσεται η μείωση των συντελεστών του ΦΠΑ κατά δύο μονάδες. Όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, κάτι τέτοιο δεν προκρίνεται στην παρούσα φάση, αφού δεν μπορεί να διασφαλιστεί ότι το όφελος θα φτάσει στον τελικό καταναλωτή. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί από το ντοσιέ των φοροελαφρύνσεων, όχι μόνο επειδή υπήρχε στο κυβερνητικό πλάνο του 2019, αλλά και επειδή θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, όπως ανέδειξε, άλλωστε, ο πρόσφατος δείκτης του Tax Foundation.