Με βάση έρευνα που διενεργήθηκε το 2023, η πλειοψηφία των ατόμων δεν εργάστηκε (22,4%) ή σταμάτησε να εργάζεται (64,7%) στην ΕΕ κατά τη διάρκεια των 6 μηνών που ακολούθησαν τη λήψη σύνταξης γήρατος. Μόνο το 13% συνέχισε να εργάζεται, σύμφωνα με την Eurostat.
Μεταξύ εκείνων που συνέχισαν να εργάζονται, περίπου οι μισοί συνέχισαν όπως και πριν, ενώ για τους άλλους μισούς υπήρξαν αλλαγές, όπως αλλαγή εργασίας, λιγότερες ώρες εργασίας ή εργασία σε δεύτερη θέση εργασίας ενώ σταμάτησαν την πρώτη θέση εργασίας.
Τα υψηλότερα και χαμηλότερα ποσοστά
Το υψηλότερο ποσοστό ατόμων που συνέχισαν να εργάζονται βρέθηκε στις χώρες της Βαλτικής, την Εσθονία (54,9%), τη Λετονία (44,2%) και τη Λιθουανία (43,7%), ενώ το χαμηλότερο ποσοστό καταγράφηκε στη Ρουμανία (1,7%), την Ελλάδα (4,2%) και την Ισπανία (4,9%).
Για ποιους λόγους συνεχίζουν να εργάζονται
Οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι συνέχισαν να εργάζονται μετά τη λήψη σύνταξης γήρατος ήταν επειδή τους άρεσε να εργάζονται και να είναι παραγωγικοί (δηλώθηκε από το 36,3% των ατόμων) ή το έκαναν λόγω οικονομικής ανάγκης (28,6%).
Η επιθυμία να διατηρηθεί η κοινωνική ένταξη (11,2%) και η οικονομική ελκυστικότητα της εργασίας (9,1%) αναφέρθηκαν επίσης ως λόγοι για τη συνέχιση της εργασίας. Ένα μικρότερο ποσοστό, 3,5%, συνέχισε να εργάζεται επειδή ο σύντροφός του εξακολουθούσε να εργάζεται.
Η Δανία (61,0%), οι Κάτω Χώρες (59,6%) και η Ιταλία (51,7%) είχαν το υψηλότερο ποσοστό ατόμων που συνέχισαν να εργάζονται επειδή τους άρεσε.
Αντίθετα, το μικρότερο ποσοστό ατόμων που ανέφεραν αυτόν τον λόγο ήταν στην Ισπανία (17,9%), την Κύπρο (19,1%) και τη Σλοβακία (20,4%).
Από την άλλη πλευρά, η οικονομική ανάγκη ήταν ο κύριος λόγος για τη συνέχιση της εργασίας στην Κύπρο (68,6%), τη Ρουμανία (54,3%) και τη Βουλγαρία (53,6%), ενώ η Σουηδία (9,4%), η Τσεχία (12,4%) και το Λουξεμβούργο (14,4%) κατέγραψαν το χαμηλότερο ποσοστό.